ἐκάς: Difference between revisions

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
(5)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekas
|Transliteration C=ekas
|Beta Code=e)ka/s
|Beta Code=e)ka/s
|Definition=άδος, ἡ, a division of land (?), <span class="title">Rev.Phil.</span>48.98 (Dura).
|Definition=ἐκάδος, ἡ, a division of land (?), ''Rev.Phil.''48.98 (Dura).
}}
{{DGE
|dgtxt=<i> uel</i>[[ἑκάς]], -άδος, ἡ<br />sent. dud., n. de una [[división]] o [[lote]] de terreno <i>PDura</i> 15a.1 (II a.C.) (quizá ἑκ-).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑκάς]], αττ. τ. ἕκας (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[μακριά]], [[μακριά]] από, σε [[απόσταση]] («ἑκὰς οἱ βέβηλοι»)<br /><b>2.</b> (με γεν. ως καταχρηστική [[πρόθεση]]) [[μακριά]] από κάποιον ή από [[κάτι]], [[εκτός]]<br /><b>3.</b> προ πολλού<br /><b>4.</b> [[μετά]] από πολύ [[χρονικό]] [[διάστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη σχηματισμένη από το θ. της αντων. <i>έ</i> και [[επίθημα]] -<i>κας</i>, που δηλώνει επιμερισμό ([[πρβλ]]. [[ανδρακάς]], «ανά άνδρα», αρχ. ινδ. <i>śata</i>-<i>śah</i> «ανά [[εκατό]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 12:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκάς Medium diacritics: ἐκάς Low diacritics: εκάς Capitals: ΕΚΑΣ
Transliteration A: ekás Transliteration B: ekas Transliteration C: ekas Beta Code: e)ka/s

English (LSJ)

ἐκάδος, ἡ, a division of land (?), Rev.Phil.48.98 (Dura).

Spanish (DGE)

uelἑκάς, -άδος, ἡ
sent. dud., n. de una división o lote de terreno PDura 15a.1 (II a.C.) (quizá ἑκ-).

Greek Monolingual

ἑκάς, αττ. τ. ἕκας (Α)
επίρρ.
1. μακριά, μακριά από, σε απόσταση («ἑκὰς οἱ βέβηλοι»)
2. (με γεν. ως καταχρηστική πρόθεση) μακριά από κάποιον ή από κάτι, εκτός
3. προ πολλού
4. μετά από πολύ χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη σχηματισμένη από το θ. της αντων. έ και επίθημα -κας, που δηλώνει επιμερισμό (πρβλ. ανδρακάς, «ανά άνδρα», αρχ. ινδ. śata-śah «ανά εκατό»)].