πύγαργος: Difference between revisions
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=πῡ́γαργος | ||
|Medium diacritics=πύγαργος | |Medium diacritics=πύγαργος | ||
|Low diacritics=πύγαργος | |Low diacritics=πύγαργος | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πύγαργος -ου, ὁ [[[πυγή]], [[ἀργός]]] met witte kont; dier, wsch. antilope. Hdt. 4.192.1. | |elnltext=πύγαργος -ου, ὁ [[[πυγή]], [[ἀργός]]] met witte kont; [[dier]], wsch. [[antilope]]. Hdt. 4.192.1. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 07:26, 9 May 2024
English (LSJ)
ὁ,
A white-rump, name of a kind of antelope, Hdt.4.192, LXX De.14.5, Ael.NA7.19.
II a kind of eagle, perhaps Circus cyaneus, Arist.HA618b19; opp. ὁ μελάμπυγος, Archil. 189, cf. Lyc. 91 (et ibi Sch.): metaph. of a coward, S.Fr. 1085.
III a water-bird, perhaps dipper, Cinclus aquaticus, Arist.HA593b5.
German (Pape)
[Seite 813] Weißsteiß, eine Adlerart, Arist. H. A. 6, 6; auch eine Antilopenart, unter libyschen Tieren genannt, Her. 4, 192; – Soph. frg. 932 brauchte es nach E. M. auch für δειλός, als Gegensatz von μελάμπυγος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πύγαργος -ου, ὁ [πυγή, ἀργός] met witte kont; dier, wsch. antilope. Hdt. 4.192.1.
Russian (Dvoretsky)
πύγαργος: (ῡ) ὁ пигарг, «белозадый»
1 разновидность антилопы Her.;
2 разновидность орла, предполож. орлан-белохвост Arst.;
3 разновидность трясогузки Arst.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. ονομασία διαφόρων ζώων με λευκή πυγή, με λευκή ουρά, όπως του ζαρκαδιού, του αετού, της σουσουράδας
2. μτφ. ασπρόκωλος, δειλός, σε αντιδιαστολή προς τον μελάμπυγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυγή + ἀργός «λευκός»].
Greek Monotonic
πύγαργος: ὁ (πῡγή),·
I. αυτός που έχει λευκό γλουτό, όνομα είδους αντιλόπης, σε Ηρόδ.
II. αετός που έχει λευκή ουρά, θαλασσοπούλι, σε Σοφ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
πύγαργος: ὁ, (πῡγὴ) ὁ λευκὸς τὴν πυγήν, ὄνομα εἴδους τινὸς δορκάδος, Ἡρόδ. 4. 192. ΙΙ. ὁ λευκόουρος ἀετός, Falco albicilla Ἀριστ. π. τὰ Z. Ἱστ. 9. 32, Ι, ὅνπερ ὁ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγαμ. 116 καλεῖ διὰ τοῦ ἐπιθέτου ἐξόπιν ἀργᾶς, καὶ πρὸς αὐτὸν παραβάλλει τὸν Μενέλαον, ἐν ᾧ πρὸς τὸν χρυσοῦν ἀετὸν παραβάλλει τὸν Ἀγαμέμνονα· ἀντίθετ. τῷ μελάμπυγος, Ἀρχίλ. 177, πρβλ. Λυκόφρ. 71 (καὶ αὐτόθι Σχόλ.), Σοφ. Ἀποσπ. 931. ΙΙΙ. ὄνομα εἴδους σεισοπυγίδος, Totanus ochropus, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 13.
Middle Liddell
πύγ-αργος, ὁ, [πῡγή]
I. white-rump, the name of a kind of antelope, Hdt.
II. the white-tailed eagle, the erne, Soph., etc.