μελαντειχής: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
(c1)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=μελαντειχής
|Medium diacritics=μελαντειχής
|Low diacritics=μελαντειχής
|Capitals=ΜΕΛΑΝΤΕΙΧΗΣ
|Transliteration A=melanteichḗs
|Transliteration B=melanteichēs
|Transliteration C=melanteichis
|Beta Code=melanteixh/s
|Definition=ές, [[black-walled]], [[δόμος]] [[Φερσεφόνας]] Pi. ''O.'' 14.20.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0120.png Seite 120]] [[δόμος]], Περσεφόνης, mit schwarzen Mauern, Pind. Ol. 14, 20.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0120.png Seite 120]] [[δόμος]], Περσεφόνης, mit schwarzen Mauern, Pind. Ol. 14, 20.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[aux murs noirs]].<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[τεῖχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελαντειχής:''' [[черностенный]] ([[δόμος]] Περσεφόνης Pind.).
}}
{{ls
|lstext='''μελαντειχής''': -ές, ὁ ἔχων μέλανα τείχη, [[δόμος]] Περσεφόνης Πινδ. Ο. 14. 28, [[ἔνθα]] ὁ Bückh [[μελανοτειχής]].
}}
{{Slater
|sltr=[[μελαντειχής]] [[with]] [[black]] walls μελαντειχέα [[νῦν]] δόμον Φερσεφόνας ἔλθ, Ἀχοῖ (μειλαντειχέα Maas) (O. 14.20)
}}
{{grml
|mltxt=[[μελαντειχής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει μαύρα τείχη («μελαντειχέα νῦν δόμον Φερσεφόνας ἔλυθα», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τειχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τεῖχος]]), [[πρβλ]]. [[αμφιτειχής]], [[χαλκοτειχής]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μελαντειχής:''' -ές ([[τεῖχος]]), αυτός που περιβάλλεται από μαύρα (σκούρα) τείχη, σε Πίνδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μελαν-τειχής, ές [[τεῖχος]]<br />[[black]]-[[walled]], Pind.
}}
}}

Latest revision as of 13:56, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαντειχής Medium diacritics: μελαντειχής Low diacritics: μελαντειχής Capitals: ΜΕΛΑΝΤΕΙΧΗΣ
Transliteration A: melanteichḗs Transliteration B: melanteichēs Transliteration C: melanteichis Beta Code: melanteixh/s

English (LSJ)

ές, black-walled, δόμος Φερσεφόνας Pi. O. 14.20.

German (Pape)

[Seite 120] δόμος, Περσεφόνης, mit schwarzen Mauern, Pind. Ol. 14, 20.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aux murs noirs.
Étymologie: μέλας, τεῖχος.

Russian (Dvoretsky)

μελαντειχής: черностенный (δόμος Περσεφόνης Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

μελαντειχής: -ές, ὁ ἔχων μέλανα τείχη, δόμος Περσεφόνης Πινδ. Ο. 14. 28, ἔνθα ὁ Bückh μελανοτειχής.

English (Slater)

μελαντειχής with black walls μελαντειχέα νῦν δόμον Φερσεφόνας ἔλθ, Ἀχοῖ (μειλαντειχέα Maas) (O. 14.20)

Greek Monolingual

μελαντειχής, -ές (Α)
αυτός που έχει μαύρα τείχη («μελαντειχέα νῦν δόμον Φερσεφόνας ἔλυθα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -τειχής (< τεῖχος), πρβλ. αμφιτειχής, χαλκοτειχής].

Greek Monotonic

μελαντειχής: -ές (τεῖχος), αυτός που περιβάλλεται από μαύρα (σκούρα) τείχη, σε Πίνδ.

Middle Liddell

μελαν-τειχής, ές τεῖχος
black-walled, Pind.