αλώνι: Difference between revisions

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
mNo edit summary
m (Text replacement - "Serbo-Croatian Cyrillic: гумно, ха̀рман; Latin: gúmno, hàrman" to "Serbo-Croatian Cyrillic: гумно, ха̀рман; Serbo-Croatian Roman: gúmno, hàrman")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=αλώνι, το (AM [[ἁλώνιον]], Μ και ἁλώνιν)<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>)<br /><b>1.</b> [[επίπεδος]] [[κυκλικός]] [[χώρος]] στον αγρό, όπου γίνεται το [[αλώνισμα]] τών καρπών τών δημητριακών<br /><b>2.</b> η [[εποχή]] του αλωνίσματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χώρος]] του ελαιοτριβείου, όπου συνθλίβονται οι ελιές<br /><b>2.</b> [[επίπεδος]] [[χώρος]] όπου απλώνεται η [[σταφίδα]] και άλλοι καρποί για [[αποξήρανση]]<br /><b>3.</b> [[χώρος]] μικρής έκτασης<br /><b>4.</b> το [[φωτοστέφανο]] που περιβάλλει το [[πρόσωπο]] τών αγίων (<b>βλ.</b> και [[ἅλως]])<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «τἄκαμε ἁλώνι», τά έκανε άνω-[[κάτω]]<br />«τον δέχτηκε σαν τη [[βροχή]] στ’ [[αλώνι]]», με [[ψυχρότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἁλώνιον]] υποκορ. του [[ἅλων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <i>Ἁλώνιον</i> υποκορ. του αρχ. <b>μτγν.</b> ουσ. [[ἅλων]] -<i>ωνος</i>, η (= [[ἅλως]]) «[[αλώνι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλώνα]], [[αλωνάκι]], <i>αλωναριά</i>, [[αλωνάρικος]], [[αλωνάς]], [[αλωνιάρης]], [[αλωνιάτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλωνοδίχαλο]], [[αλωνότοπος]], <i>αλωνοχώραφο</i>].
|mltxt=αλώνι, το (AM [[ἁλώνιον]], Μ και ἁλώνιν)<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>)<br /><b>1.</b> [[επίπεδος]] [[κυκλικός]] [[χώρος]] στον αγρό, όπου γίνεται το [[αλώνισμα]] τών καρπών τών δημητριακών<br /><b>2.</b> η [[εποχή]] του αλωνίσματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χώρος]] του ελαιοτριβείου, όπου συνθλίβονται οι ελιές<br /><b>2.</b> [[επίπεδος]] [[χώρος]] όπου απλώνεται η [[σταφίδα]] και άλλοι καρποί για [[αποξήρανση]]<br /><b>3.</b> [[χώρος]] μικρής έκτασης<br /><b>4.</b> το [[φωτοστέφανο]] που περιβάλλει το [[πρόσωπο]] τών αγίων (<b>βλ.</b> και [[ἅλως]])<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «τἄκαμε ἁλώνι», τά έκανε άνω-[[κάτω]]<br />«τον δέχτηκε σαν τη [[βροχή]] στ’ [[αλώνι]]», με [[ψυχρότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἁλώνιον]] υποκορ. του [[ἅλων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <i>Ἁλώνιον</i> υποκορ. του αρχ. <b>μτγν.</b> ουσ. [[ἅλων]] -<i>ωνος</i>, η (= [[ἅλως]]) «[[αλώνι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλώνα]], [[αλωνάκι]], <i>αλωναριά</i>, [[αλωνάρικος]], [[αλωνάς]], [[αλωνιάρης]], [[αλωνιάτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλωνοδίχαλο]], [[αλωνότοπος]], <i>αλωνοχώραφο</i>].
}}
{{trml
|trtx====[[threshing floor]]===
Akkadian: 𒈠𒀝𒊏𒈾𒋾, 𒈦𒃷; Arabic: جُرْن, جَرِين, بَيْدَر, أَنْدَر, مَنْدِر, مَنْدِرَة, مَنْدَرة,; Aramaic: בַּי דְּרִי, אִידְּרָא, ܐܶܕܪܳܐ / ܐܶܕܰܪ); Armenian: կալ; Aromanian: aryi; Azerbaijani: xırman; Basque: larrain; Belarusian: ток, гумно; Bengali: খামার; Blin: ወረና; Bulgarian: гумно, харман, ток; Catalan: era; Chinese Mandarin: [[禾場]], [[禾场]]; Chuvash: йӗтем; Czech: humno, mlat; Dongxiang: togvon; Dutch: [[dorsvloer]]; Erzya: тинге; Esperanto: draŝejo; Estonian: rehealune; Faroese: treskigólv; Finnish: puimatanner; French: [[aire]]; Galician: eira, aira; Ge'ez: ጕርን, ጎርን, ጉርን; Georgian: კალო; German: [[Dreschboden]], [[Tenne]]; Greek: [[αλώνι]]; Ancient Greek: [[ἅλως]], [[ἅλων]]; Hebrew: גֹּרֶן; Hungarian: szérű; Ingrian: koomina; Irish: urlár buailte; Italian: [[aia]]; Kazakh: қырман; Khmer: វាល; Khorasani Turkish: xarman; Korean: 타작마당; Kyrgyz: кырман; Ladin: aa; Latin: [[area]]; Latvian: klons; Laz: ხარმანი; Luxembourgish: Denn; Macedonian: гумно, харман; Malayalam: കളം; Maltese: qiegħa; Mingrelian: კალო; Mon: ဂြာၚ်ပၠိန်သြောံ; Mongolian Cyrillic: үтрэм; Nogai: ындыр; Occitan: ièra; Odia: ଖଳା, ଖଳ; Old Church Slavonic: врахъ; Old East Slavic: токъ, гꙋмьно; Oromo: oobdii; Ottoman Turkish: خرمن, خرمان; Persian: خرمن; Polish: klepisko, gumno; Portuguese: [[malhadouro]], [[calcadouro]], [[eira]]; Romanian: arie; Russian: [[ток]], [[гумно]]; Sanskrit: खल; Serbo-Croatian Cyrillic: гумно, ха̀рман; Serbo-Croatian Roman: gúmno, hàrman; Sicilian: ariu, aria; Slovak: humno; Slovene: gúmno; Sorbian Lower Sorbian: gumno; Upper Sorbian: huno; Spanish: [[era]]; Svan: კალუ̂; Swedish: loggolv; Tamil: களம்; Tarifit: andrar; Tatar: ындыр; Telugu: కళ్లము, కళ్లం; Turkish: harman; Turkmen: harman; Udmurt: иншыр; Ugaritic: 𐎂𐎗𐎐; Ukrainian: тік, гумно; Uzbek: хирмон; Venetan: ara, era
}}
}}

Latest revision as of 07:03, 31 October 2024

Greek Monolingual

αλώνι, το (AM ἁλώνιον, Μ και ἁλώνιν)
(νεοελλ.-μσν.)
1. επίπεδος κυκλικός χώρος στον αγρό, όπου γίνεται το αλώνισμα τών καρπών τών δημητριακών
2. η εποχή του αλωνίσματος
νεοελλ.
1. χώρος του ελαιοτριβείου, όπου συνθλίβονται οι ελιές
2. επίπεδος χώρος όπου απλώνεται η σταφίδα και άλλοι καρποί για αποξήρανση
3. χώρος μικρής έκτασης
4. το φωτοστέφανο που περιβάλλει το πρόσωπο τών αγίων (βλ. και ἅλως)
5. φρ. «τἄκαμε ἁλώνι», τά έκανε άνω-κάτω
«τον δέχτηκε σαν τη βροχή στ’ αλώνι», με ψυχρότητα
αρχ.
ἁλώνιον υποκορ. του ἅλων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ἁλώνιον υποκορ. του αρχ. μτγν. ουσ. ἅλων -ωνος, η (= ἅλως) «αλώνι».
ΠΑΡ. νεοελλ. αλώνα, αλωνάκι, αλωναριά, αλωνάρικος, αλωνάς, αλωνιάρης, αλωνιάτης.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλωνοδίχαλο, αλωνότοπος, αλωνοχώραφο].

Translations

threshing floor

Akkadian: 𒈠𒀝𒊏𒈾𒋾, 𒈦𒃷; Arabic: جُرْن, جَرِين, بَيْدَر, أَنْدَر, مَنْدِر, مَنْدِرَة, مَنْدَرة,; Aramaic: בַּי דְּרִי, אִידְּרָא, ܐܶܕܪܳܐ / ܐܶܕܰܪ); Armenian: կալ; Aromanian: aryi; Azerbaijani: xırman; Basque: larrain; Belarusian: ток, гумно; Bengali: খামার; Blin: ወረና; Bulgarian: гумно, харман, ток; Catalan: era; Chinese Mandarin: 禾場, 禾场; Chuvash: йӗтем; Czech: humno, mlat; Dongxiang: togvon; Dutch: dorsvloer; Erzya: тинге; Esperanto: draŝejo; Estonian: rehealune; Faroese: treskigólv; Finnish: puimatanner; French: aire; Galician: eira, aira; Ge'ez: ጕርን, ጎርን, ጉርን; Georgian: კალო; German: Dreschboden, Tenne; Greek: αλώνι; Ancient Greek: ἅλως, ἅλων; Hebrew: גֹּרֶן; Hungarian: szérű; Ingrian: koomina; Irish: urlár buailte; Italian: aia; Kazakh: қырман; Khmer: វាល; Khorasani Turkish: xarman; Korean: 타작마당; Kyrgyz: кырман; Ladin: aa; Latin: area; Latvian: klons; Laz: ხარმანი; Luxembourgish: Denn; Macedonian: гумно, харман; Malayalam: കളം; Maltese: qiegħa; Mingrelian: კალო; Mon: ဂြာၚ်ပၠိန်သြောံ; Mongolian Cyrillic: үтрэм; Nogai: ындыр; Occitan: ièra; Odia: ଖଳା, ଖଳ; Old Church Slavonic: врахъ; Old East Slavic: токъ, гꙋмьно; Oromo: oobdii; Ottoman Turkish: خرمن, خرمان; Persian: خرمن; Polish: klepisko, gumno; Portuguese: malhadouro, calcadouro, eira; Romanian: arie; Russian: ток, гумно; Sanskrit: खल; Serbo-Croatian Cyrillic: гумно, ха̀рман; Serbo-Croatian Roman: gúmno, hàrman; Sicilian: ariu, aria; Slovak: humno; Slovene: gúmno; Sorbian Lower Sorbian: gumno; Upper Sorbian: huno; Spanish: era; Svan: კალუ̂; Swedish: loggolv; Tamil: களம்; Tarifit: andrar; Tatar: ындыр; Telugu: కళ్లము, కళ్లం; Turkish: harman; Turkmen: harman; Udmurt: иншыр; Ugaritic: 𐎂𐎗𐎐; Ukrainian: тік, гумно; Uzbek: хирмон; Venetan: ara, era