ὀτραλέος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(13_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=otraleos
|Transliteration C=otraleos
|Beta Code=o)trale/os
|Beta Code=o)trale/os
|Definition=η, ον, (cf. [[ὀτρύνω]]) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ὀτρηρός]], <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>2.273</span>, <span class="bibl">Q.S.11.107</span>:— used by Hom. and Hes. only in Adv. <b class="b3">-έως</b>, <b class="b2">quickly, readily</b>, <span class="bibl">Il.3.260</span>, <span class="bibl">Od.19.100</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>410</span>, <span class="bibl">Sapph.<span class="title">Supp.</span>20a</span>.<span class="bibl">11</span>, <span class="bibl">A.R.1.1210</span>.</span>
|Definition=η, ον, (cf. [[ὀτρύνω]]) = [[ὀτρηρός]], Opp.''H.''2.273, Q.S.11.107:—used by Hom. and Hes. only in Adv. [[ὀτραλέως]], [[quickly]], [[readily]], Il.3.260, Od.19.100, Hes.''Sc.''410, Sapph.''Supp.''20a.''ΙΙ'', A.R.1.1210.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0405.png Seite 405]] <b class="b2">hurtig</b>, emsig, schnell; Hom. nur im a, dv., τοὶ δ' ὀτραλέως ἐπίθοντο, Il. 3, 260, παρὰ [[δεῖπνον]] ἔθηκας [[αἶψα]] καὶ ὀτραλέως, 19, 317, μάλ' ὀτραλέως, Od. 19, 100; sp. D., wie Opp. Hal. 2, 275; ὀτραλέαι ποτὶ [[μόρον]] [[κέλε]] υθοι, Qu. Sm. 11, 107; ἐπέδραμεν ὀτραλέως, Her. vit. Hom. 21.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0405.png Seite 405]] [[hurtig]], emsig, schnell; Hom. nur im a, dv., τοὶ δ' ὀτραλέως ἐπίθοντο, Il. 3, 260, παρὰ [[δεῖπνον]] ἔθηκας [[αἶψα]] καὶ ὀτραλέως, 19, 317, μάλ' ὀτραλέως, Od. 19, 100; sp. D., wie Opp. Hal. 2, 275; ὀτραλέαι ποτὶ [[μόρον]] [[κέλε]] υθοι, Qu. Sm. 11, 107; ἐπέδραμεν ὀτραλέως, Her. vit. Hom. 21.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />[[rapide]], [[agile]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[ὀτρηρός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀτραλέος]], -η, -ον (Α)<br />[[οτρηρός]].<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀτραλέως</i> (Α)<br /><b>1.</b> [[γρήγορα]], εσπευσμένα<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὀξέως]], δραστικῶς, ἐνεργῶς».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. <i>ὀτραλέως</i> μαρτυρείται ήδη στην [[Ιλιάδα]], ενώ το επίθ. [[ὀτραλέος]] μαρτυρείται πολύ αργότερα (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[οτρύνω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀτρᾰλέος:''' -α, -ον (βλ. [[ὀτρύνω]]), = το επόμ., χρησιμ. από Όμηρ. και Ησίοδ. μόνο στο επίρρ. <i>ὀτρᾰλέως</i>, [[γρήγορα]], [[πρόθυμα]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀτρᾰλέος, η, ον, [v. [[ὀτρύνω]] = [[ὀτρηρός]] [used by Hom. and Hes. only in adv. ὀτρᾰλέως]<br />-ως, [[quickly]], [[readily]].
}}
}}

Latest revision as of 10:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀτρᾰλέος Medium diacritics: ὀτραλέος Low diacritics: οτραλέος Capitals: ΟΤΡΑΛΕΟΣ
Transliteration A: otraléos Transliteration B: otraleos Transliteration C: otraleos Beta Code: o)trale/os

English (LSJ)

η, ον, (cf. ὀτρύνω) = ὀτρηρός, Opp.H.2.273, Q.S.11.107:—used by Hom. and Hes. only in Adv. ὀτραλέως, quickly, readily, Il.3.260, Od.19.100, Hes.Sc.410, Sapph.Supp.20a.ΙΙ, A.R.1.1210.

German (Pape)

[Seite 405] hurtig, emsig, schnell; Hom. nur im a, dv., τοὶ δ' ὀτραλέως ἐπίθοντο, Il. 3, 260, παρὰ δεῖπνον ἔθηκας αἶψα καὶ ὀτραλέως, 19, 317, μάλ' ὀτραλέως, Od. 19, 100; sp. D., wie Opp. Hal. 2, 275; ὀτραλέαι ποτὶ μόρον κέλε υθοι, Qu. Sm. 11, 107; ἐπέδραμεν ὀτραλέως, Her. vit. Hom. 21.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
rapide, agile.
Étymologie: cf. ὀτρηρός.

Greek Monolingual

ὀτραλέος, -η, -ον (Α)
οτρηρός.
επίρρ...
ὀτραλέως (Α)
1. γρήγορα, εσπευσμένα
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀξέως, δραστικῶς, ἐνεργῶς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὀτραλέως μαρτυρείται ήδη στην Ιλιάδα, ενώ το επίθ. ὀτραλέος μαρτυρείται πολύ αργότερα (για ετυμολ. βλ. λ. οτρύνω)].

Greek Monotonic

ὀτρᾰλέος: -α, -ον (βλ. ὀτρύνω), = το επόμ., χρησιμ. από Όμηρ. και Ησίοδ. μόνο στο επίρρ. ὀτρᾰλέως, γρήγορα, πρόθυμα.

Middle Liddell

ὀτρᾰλέος, η, ον, [v. ὀτρύνω = ὀτρηρός [used by Hom. and Hes. only in adv. ὀτρᾰλέως]
-ως, quickly, readily.