χαλκοχάρμης: Difference between revisions
ὅθεν λοιπὸν ἐπιτευκτικῶς καὶ ἐν τούτῳ ὁ µακάριος πράξας, ἔµεινεν ἀγαλλόµενος τῷ πνεύµατι· καὶ δοξάζων τὸν θεὸν ἐπὶ τῇ µεγαλειότητι αὐτοῦ, ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ ἀπελάσας καὶ τὰ ἀκάθαρτα πνεύµατα τὰ ἐκεῖσε ἐπὶ λύµῃ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρἰας → Thus, then, the blessed one achieved his aim here, too, and continuing to rejoice in the Spirit, and glorifying God for his greatness, he expelled from this place the impure spirits that lurked there so as to obstruct the salvation of human beings
(13_2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chalkocharmis | |Transliteration C=chalkocharmis | ||
|Beta Code=xalkoxa/rmhs | |Beta Code=xalkoxa/rmhs | ||
|Definition= | |Definition=χαλκοχάρμου, ὁ, [[fighting in armour of bronze]], ξένοι Τρῶες Pi.''P.''5.82; χ. πόλεμος Id.''I.''6(5).27 (also expld. as (from [[χάρμα]]), [[delighting in arms]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1332.png Seite 1332]] ὁ, in Erz, in eherner Rüstung kämpfend, [[πόλεμος]] Pind. I. 5, 26, ξένοι P. 5, 82, nach Andern = sich des Erzes, der Waffen freuend. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1332.png Seite 1332]] ὁ, in Erz, in eherner Rüstung kämpfend, [[πόλεμος]] Pind. I. 5, 26, ξένοι P. 5, 82, nach Andern = sich des Erzes, der Waffen freuend. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[qui combat avec une armure d'airain]].<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[χάρμη]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χαλκοχάρμης:''' дор. [[χαλκοχάρμας]], ου adj. m [[χάρμα]] II] сражающийся в медных доспехах, по по друг. [[χάρμα]] I] радующийся оружию (ξένοι, [[πόλεμος]] Pind.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χαλκοχάρμης''': -ου, ὁ, ὁ μαχόμενος διὰ χαλκοῦ, δηλ. ἔχων χάλκινον ὁπλισμόν, ξένοι Τρῶες Πινδ. Π. 5. 109˙ χ. [[πόλεμος]] ὁ αὐτ. ἐν Ι. 6. (5). 39˙ ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν (ἐκ τοῦ [[χάρμα]]), ὁ ἐπὶ τοῖς ὅπλοις χαίρων, πρβλ. [[σιδηροχάρμης]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που μάχεται με χάλκινο οπλισμό («χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως επίθ. του πολέμου) αυτός [[κατά]] τον οποίο χρησιμοποιούνται [[κυρίως]] χάλκινα όπλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[χάρμης]] (<span style="color: red;"><</span> [[χάρμη]] «[[ορμή]], [[επιθυμία]] για [[μάχη]], [[αγώνας]], [[έριδα]]»), [[πρβλ]]. [[σιδηροχάρμης]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χαλκοχάρμης:''' -ου, ὁ ([[χάρμη]]), αυτός που μάχεται με χαλκό, δηλ. με χάλκινα όπλα, σε Πίνδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=χαλκο-χάρμης, ου, ὁ, [[χάρμη]]<br />[[fighting]] in [[brass]], i. e. in brasen [[armour]], Pind. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:03, 25 August 2023
English (LSJ)
χαλκοχάρμου, ὁ, fighting in armour of bronze, ξένοι Τρῶες Pi.P.5.82; χ. πόλεμος Id.I.6(5).27 (also expld. as (from χάρμα), delighting in arms).
German (Pape)
[Seite 1332] ὁ, in Erz, in eherner Rüstung kämpfend, πόλεμος Pind. I. 5, 26, ξένοι P. 5, 82, nach Andern = sich des Erzes, der Waffen freuend.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui combat avec une armure d'airain.
Étymologie: χαλκός, χάρμη.
Russian (Dvoretsky)
χαλκοχάρμης: дор. χαλκοχάρμας, ου adj. m χάρμα II] сражающийся в медных доспехах, по по друг. χάρμα I] радующийся оружию (ξένοι, πόλεμος Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοχάρμης: -ου, ὁ, ὁ μαχόμενος διὰ χαλκοῦ, δηλ. ἔχων χάλκινον ὁπλισμόν, ξένοι Τρῶες Πινδ. Π. 5. 109˙ χ. πόλεμος ὁ αὐτ. ἐν Ι. 6. (5). 39˙ ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν (ἐκ τοῦ χάρμα), ὁ ἐπὶ τοῖς ὅπλοις χαίρων, πρβλ. σιδηροχάρμης.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που μάχεται με χάλκινο οπλισμό («χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες», Πίνδ.)
2. (ως επίθ. του πολέμου) αυτός κατά τον οποίο χρησιμοποιούνται κυρίως χάλκινα όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -χάρμης (< χάρμη «ορμή, επιθυμία για μάχη, αγώνας, έριδα»), πρβλ. σιδηροχάρμης].
Greek Monotonic
χαλκοχάρμης: -ου, ὁ (χάρμη), αυτός που μάχεται με χαλκό, δηλ. με χάλκινα όπλα, σε Πίνδ.
Middle Liddell
χαλκο-χάρμης, ου, ὁ, χάρμη
fighting in brass, i. e. in brasen armour, Pind.