συνάγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit

Menander, Monostichoi, 235
(13_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synagnymi
|Transliteration C=synagnymi
|Beta Code=suna/gnumi
|Beta Code=suna/gnumi
|Definition=aor. <b class="b3">συνέαξα</b> (the only tense in use):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">break to pieces, shiver</b>, ἔγχεος, ὃ ξυνέαξε <span class="bibl">Il.13.166</span>; νῆας... τάς οἱ ξυνέαξαν ἄελλαι <span class="bibl">Od.14.383</span>; <b class="b3">ἐλάφοιο τέκνα . . συνέαξε</b> <b class="b2">breaks</b> their <b class="b2">necks</b>, <span class="bibl">Il.11.114</span>.</span>
|Definition=aor. συνέαξα (the only tense in use):—[[break to pieces]], [[shiver]], [[ἔγχεος]], ὃ ξυνέαξε Il.13.166; νῆας... τάς οἱ ξυνέαξαν ἄελλαι Od.14.383; <b class="b3">ἐλάφοιο τέκνα.. συνέαξε</b> [[breaks]] their [[necks]], Il.11.114.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0995.png Seite 995]] (s. [[ἄγνυμι]]), zusammenbrechen, zerbrechen; χώσατο ἔγχεος ὃ ξυνέαξε, Il. 13, 166; νῆάς οἱ ξυνέαξαν ἄελλαι, Od. 14, 383; auch [[λέων]] ἐλάφοιο τέκνα ῥηϊδίως συνέαξε, II. 11, 114, er zerbrach sie, zerbrach ihnen das Genick; einzeln bei Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0995.png Seite 995]] (s. [[ἄγνυμι]]), zusammenbrechen, zerbrechen; χώσατο ἔγχεος ὃ ξυνέαξε, Il. 13, 166; νῆάς οἱ ξυνέαξαν ἄελλαι, Od. 14, 383; auch [[λέων]] ἐλάφοιο τέκνα ῥηϊδίως συνέαξε, II. 11, 114, er zerbrach sie, zerbrach ihnen das Genick; einzeln bei Sp.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao. 3ᵉ sg.</i> [[συνέαξε]] <i>et 3ᵉ pl.</i> [[συνέαξαν]], <i>inf.</i> συνάξαι;<br />[[mettre en pièces]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἄγνυμι]].
}}
{{elnl
|elnltext=συνάγνυμι, ook ξυνάγνυμι, in stukken breken, verbrijzelen, vermorzelen.
}}
{{elru
|elrutext='''συνάγνῡμι:''' (только эп. aor. 1 συνέαξα)<br /><b class="num">1</b> [[ломать]], [[сокрушать]] (τὸ [[ἔγχος]], τὰς [[νῆας]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[растерзывать]] (ἐλάφοιο τέκνα Hom.).
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[συντρίβω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄγνυμι]] «[[σπάζω]], [[θρυμματίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνάγνῡμι:''' αόρ. αʹ <i>συνέαξα</i>, [[συντρίβω]] μαζί, [[θραύω]], [[σπάζω]] σε κομμάτια, [[λυγίζω]], [[τσακίζω]], [[κατακερματίζω]], [[κατακομματιάζω]], σε Όμηρ.
}}
{{ls
|lstext='''συνάγνῡμι''': ἀόρ. συνέαξα ([[ὅστις]] [[εἶναι]] ὁ [[μόνος]] ἐν χρήσει [[χρόνος]])· ― [[θραύω]]. [[συντρίβω]] [[ὁμοῦ]], [[συντρίβω]] εἰς τεμάχια, [[καταθραύω]], ἔγχεος, ὃ ξυνέαξε Ἰλ. Ν. 166· νῆας..., τὰς οἱ ξυνέαξαν ἄελλαι Ὀδ. Ξ. 383· ἐλάφοιο τέκνα... ξυνέαξε, ἔθραυσε τοὺς τραχήλους αὐτῶν, Ἰλ. Λ. 114· ἴδε σὺν ἐν ἀρχῇ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=aor1 συνέαξα<br />to [[break]] [[together]], [[break]] to pieces, [[shiver]], [[shatter]], Hom.
}}
}}

Latest revision as of 10:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάγνῡμι Medium diacritics: συνάγνυμι Low diacritics: συνάγνυμι Capitals: ΣΥΝΑΓΝΥΜΙ
Transliteration A: synágnymi Transliteration B: synagnymi Transliteration C: synagnymi Beta Code: suna/gnumi

English (LSJ)

aor. συνέαξα (the only tense in use):—break to pieces, shiver, ἔγχεος, ὃ ξυνέαξε Il.13.166; νῆας... τάς οἱ ξυνέαξαν ἄελλαι Od.14.383; ἐλάφοιο τέκνα.. συνέαξε breaks their necks, Il.11.114.

German (Pape)

[Seite 995] (s. ἄγνυμι), zusammenbrechen, zerbrechen; χώσατο ἔγχεος ὃ ξυνέαξε, Il. 13, 166; νῆάς οἱ ξυνέαξαν ἄελλαι, Od. 14, 383; auch λέων ἐλάφοιο τέκνα ῥηϊδίως συνέαξε, II. 11, 114, er zerbrach sie, zerbrach ihnen das Genick; einzeln bei Sp.

French (Bailly abrégé)

ao. 3ᵉ sg. συνέαξε et 3ᵉ pl. συνέαξαν, inf. συνάξαι;
mettre en pièces.
Étymologie: σύν, ἄγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνάγνυμι, ook ξυνάγνυμι, in stukken breken, verbrijzelen, vermorzelen.

Russian (Dvoretsky)

συνάγνῡμι: (только эп. aor. 1 συνέαξα)
1 ломать, сокрушать (τὸ ἔγχος, τὰς νῆας Hom.);
2 растерзывать (ἐλάφοιο τέκνα Hom.).

Greek Monolingual

Α
συντρίβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἄγνυμι «σπάζω, θρυμματίζω»].

Greek Monotonic

συνάγνῡμι: αόρ. αʹ συνέαξα, συντρίβω μαζί, θραύω, σπάζω σε κομμάτια, λυγίζω, τσακίζω, κατακερματίζω, κατακομματιάζω, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

συνάγνῡμι: ἀόρ. συνέαξα (ὅστις εἶναιμόνος ἐν χρήσει χρόνος)· ― θραύω. συντρίβω ὁμοῦ, συντρίβω εἰς τεμάχια, καταθραύω, ἔγχεος, ὃ ξυνέαξε Ἰλ. Ν. 166· νῆας..., τὰς οἱ ξυνέαξαν ἄελλαι Ὀδ. Ξ. 383· ἐλάφοιο τέκνα... ξυνέαξε, ἔθραυσε τοὺς τραχήλους αὐτῶν, Ἰλ. Λ. 114· ἴδε σὺν ἐν ἀρχῇ.

Middle Liddell

aor1 συνέαξα
to break together, break to pieces, shiver, shatter, Hom.