περισκεπής: Difference between revisions

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
(13_1)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=περισκεπής
|Medium diacritics=περισκεπής
|Low diacritics=περισκεπής
|Capitals=ΠΕΡΙΣΚΕΠΗΣ
|Transliteration A=periskepḗs
|Transliteration B=periskepēs
|Transliteration C=periskepis
|Beta Code=periskeph/s
|Definition=ές, (< [[σκέπας]]) [[covered all round]], [[ὄρος]] [[θάμνοισι]] π. Call. ''Jov.'' 11; οἶκοι Moschio Trag. 7.27; ''metaph'', [[λόγος]] π. [[ἑτέρῳ]] [[κόσμῳ]], of a myth, Max.Tyr. 10.5 ([[si vera lectio|s.v.l.]]).<br><b class="num"></b>[[covering]] or [[screening all round]], [[πύργοι]] Call. ''Del.'' 23; [ὥρα] τῷ [[ἀέρι]] [[περισκεπής]] ([[fortasse|fort.]] [[περισκελής]]) Thphr. ''HP'' 7.1.4.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0591.png Seite 591]] ές, 1) ringsum bedeckt, θάμνοις, Callim. Iov. 11. – 2) ringsum bedeckend, beschützend; Callim. Del. 23; D. Per. 245.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0591.png Seite 591]] ές, 1) ringsum bedeckt, θάμνοις, Callim. Iov. 11. – 2) ringsum bedeckend, beschützend; Callim. Del. 23; D. Per. 245.
}}
{{ls
|lstext='''περισκεπής''': -ές, ([[σκέπας]]) περικεκαλυμμένος, ὅρος θάμνοισι π. Καλλ. εἰς Δία 11· οἶκοι Μοσχίων παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 244. ΙΙ. καλύπτων ἢ ἀποκρύπτων ὁλόγυρα, πύργοι Καλλ. εἰς Δῆλ. 23· ἐπὶ τοῦ ἀέρος, [[σκοτεινός]], συννεφώδης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 1. 4, [[ἔνθα]] ἴδε Schneid.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> ο σκεπασμένος [[ολόγυρα]], καλυμμένος [[ολόγυρα]], στεγασμένος [[τελείως]] («[[ὄρος]] θάμνοισι περισκεπές», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που καλύπτει, που προστατεύει [[ολόγυρα]] («πύργοισιν περισκεπέεσιν», <b>Καλλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέπας]] «[[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]]»), [[πρβλ]]. [[επισκεπής]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:14, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισκεπής Medium diacritics: περισκεπής Low diacritics: περισκεπής Capitals: ΠΕΡΙΣΚΕΠΗΣ
Transliteration A: periskepḗs Transliteration B: periskepēs Transliteration C: periskepis Beta Code: periskeph/s

English (LSJ)

ές, (< σκέπας) covered all round, ὄρος θάμνοισι π. Call. Jov. 11; οἶκοι Moschio Trag. 7.27; metaph, λόγος π. ἑτέρῳ κόσμῳ, of a myth, Max.Tyr. 10.5 (s.v.l.).
covering or screening all round, πύργοι Call. Del. 23; [ὥρα] τῷ ἀέρι περισκεπής (fort. περισκελής) Thphr. HP 7.1.4.

German (Pape)

[Seite 591] ές, 1) ringsum bedeckt, θάμνοις, Callim. Iov. 11. – 2) ringsum bedeckend, beschützend; Callim. Del. 23; D. Per. 245.

Greek (Liddell-Scott)

περισκεπής: -ές, (σκέπας) περικεκαλυμμένος, ὅρος θάμνοισι π. Καλλ. εἰς Δία 11· οἶκοι Μοσχίων παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 244. ΙΙ. καλύπτων ἢ ἀποκρύπτων ὁλόγυρα, πύργοι Καλλ. εἰς Δῆλ. 23· ἐπὶ τοῦ ἀέρος, σκοτεινός, συννεφώδης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 1. 4, ἔνθα ἴδε Schneid.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. ο σκεπασμένος ολόγυρα, καλυμμένος ολόγυρα, στεγασμένος τελείωςὄρος θάμνοισι περισκεπές», Καλλ.)
2. αυτός που καλύπτει, που προστατεύει ολόγυρα («πύργοισιν περισκεπέεσιν», Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -σκεπής (< σκέπας «κάλυμμα, σκέπασμα»), πρβλ. επισκεπής].