λαλητός: Difference between revisions
Εἴκειν δ' οὐκ ἐπίσταται κακοῖς → You don't know how to yield to your misfortunes
(c1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lalitos | |Transliteration C=lalitos | ||
|Beta Code=lalhto/s | |Beta Code=lalhto/s | ||
|Definition= | |Definition=λαλητή, λαλητόν,<br><span class="bld">A</span> [[endowed with speech]], [[LXX]] ''Jb.''38.14.<br><span class="bld">II</span> [[talked of]], EM588.54. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0009.png Seite 9]] adj. verb. zu [[λαλέω]], auch der sprechen kann, [[ζῷον]], Eust. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0009.png Seite 9]] adj. verb. zu [[λαλέω]], auch der sprechen kann, [[ζῷον]], Eust. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λᾰλητός''': -ή, -όν, ἔχων τὸ [[χάρισμα]] ἢ τὴν δύναμιν, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΛΗ΄, 14). ΙΙ. περὶ οὗ γίνεται [[λόγος]], Ἐτυμ. Μέγ. 588. 54 | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λαλητός]], -ή, -όν) [[λαλώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για γιορταστική [[συγκέντρωση]]) αυτός που συνοδεύεται από μουσικά όργανα<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα λαλητά</i><br />φωνές που δεν διακρίνονται, [[συζήτηση]] που γίνεται σε [[απόσταση]] και δεν ακούγεται [[καθαρά]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ονομαστός]], [[περίφημος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λαλητόν</i><br />η [[ικανότητα]] λόγου<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μπορεί να λαλήσει, που έχει την [[ικανότητα]] να ομιλεί («λαβὼν γῆν πηλὸν ἔπλασας [[ζῷον]] καὶ λαλητὸν αὐτὸν ἔθου ἐπὶ γῆς», ΠΔ.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:08, 25 August 2023
English (LSJ)
λαλητή, λαλητόν,
A endowed with speech, LXX Jb.38.14.
II talked of, EM588.54.
German (Pape)
[Seite 9] adj. verb. zu λαλέω, auch der sprechen kann, ζῷον, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰλητός: -ή, -όν, ἔχων τὸ χάρισμα ἢ τὴν δύναμιν, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΛΗ΄, 14). ΙΙ. περὶ οὗ γίνεται λόγος, Ἐτυμ. Μέγ. 588. 54
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM λαλητός, -ή, -όν) λαλώ
νεοελλ.
1. (για γιορταστική συγκέντρωση) αυτός που συνοδεύεται από μουσικά όργανα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λαλητά
φωνές που δεν διακρίνονται, συζήτηση που γίνεται σε απόσταση και δεν ακούγεται καθαρά
μσν.
1. ονομαστός, περίφημος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λαλητόν
η ικανότητα λόγου
αρχ.
αυτός που μπορεί να λαλήσει, που έχει την ικανότητα να ομιλεί («λαβὼν γῆν πηλὸν ἔπλασας ζῷον καὶ λαλητὸν αὐτὸν ἔθου ἐπὶ γῆς», ΠΔ.).