ὑπομίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
(13_4)
 
(CSV import)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1225.png Seite 1225]] (s. [[μίγνυμι]]), daruntermischen, beimischen; Plat. Tim. 71 b; τὸ ὑπομεμιγμένον τῆς λύπης Phil. 47 a; – übertr., heimlich herankommen, hinkommen, ὑπομίξαντες τῇ Χερσονήσῳ Thuc. 8, 102.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1225.png Seite 1225]] (s. [[μίγνυμι]]), daruntermischen, beimischen; Plat. Tim. 71 b; τὸ ὑπομεμιγμένον τῆς λύπης Phil. 47 a; – übertr., heimlich herankommen, hinkommen, ὑπομίξαντες τῇ Χερσονήσῳ Thuc. 8, 102.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> ajouter en mêlant, mêler, mélanger, acc.;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> s'introduire furtivement dans, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[μίγνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπομίγνῡμι:'''<br /><b class="num">1</b> [[примешивать]], [[подмешивать]] (τί τινι Plat.): τὸ ὑπομεμιγμένον Plat. примесь;<br /><b class="num">2</b> [[незаметно приближаться]], [[прибывать]] (ὑπομίξαντες τῇ Χερσονήσῳ Thuc.).
}}
{{ls
|lstext='''ὑπομίγνῡμι''': μέλλ. -μίξω, ἀναμιγνύω τι εἴς τι, προστίθημί τι εἴς τι δι’ ἀναμίξεως, Λατ. admisceo, τινί τι Πλάτ. Τίμ. 74D, πρβλ. 71Β· τὸ ὑπομεμιγμένον, τὸ [[μῖγμα]], ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 47Α. ΙΙ. ἀμεταβ. καὶ μεταφορ., [[πλησιάζω]] κρυφίως, [[μετὰ]] δοτ., ὡς εἶχον τάχους ὑπομίξαντες τῇ Χερσονήσῳ παρέπλεον Θουκ. 8. 102.
}}
{{grml
|mltxt=και [[ὑπομείγνυμι]] Α [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]]]<br /><b>1.</b> [[προσθέτω]] [[κάτι]] με [[ανάμιξη]], [[αναμιγνύω]] σε [[κάτι]] («ἐξ ὀξέος καὶ ἁλμυροῦ ξυνθεὶς [[ζύμωμα]] ὑπομείξας αὐτοῖς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) <b>(αμτβ.)</b> [[πλησιάζω]] μια [[περιοχή]] [[χωρίς]] να γίνω [[αντιληπτός]] («ὡς εἶχον τάχους ὑπομείξαντες τῇ Χερσονήσῳ παρέπλεον», <b>Θουκ.</b>)<br />β) <b>(μτβ.)</b> [[προσθέτω]] ένα καινούργιο [[στοιχείο]] («τοῦ καλοῦ Ἀγάθωνος, ὃν πρῶτον εἰς τραγῳδίαν φασὶν ἐμβαλεῖν καὶ ὑπομεῖξαι τὸ χρωματικόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὸ ὑπομεμ</i>(<i>ε</i>)<i>ιγμένον</i><br />[[μίγμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπομίγνῡμι:''' μέλ. -[[μίξω]],<br /><b class="num">I.</b> προσθέτω με ανάμειξη, Λατ. [[admisceo]], <i>τί τινι</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[πλησιάζω]] [[κρυφά]] ένα [[μέρος]], με δοτ., σε Θουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[μίξω]]<br /><b class="num">I.</b> to add by mixing, Lat. [[admisceo]], τί τινι Plat.<br /><b class="num">II.</b> intr. to run [[close]] under a [[place]], c. dat., Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[advehi]]'', to [[be conveyed to]], [[arrive]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.102.1/ 8.102.1].
}}
}}

Latest revision as of 14:25, 16 November 2024

German (Pape)

[Seite 1225] (s. μίγνυμι), daruntermischen, beimischen; Plat. Tim. 71 b; τὸ ὑπομεμιγμένον τῆς λύπης Phil. 47 a; – übertr., heimlich herankommen, hinkommen, ὑπομίξαντες τῇ Χερσονήσῳ Thuc. 8, 102.

French (Bailly abrégé)

1 tr. ajouter en mêlant, mêler, mélanger, acc.;
2 intr. s'introduire furtivement dans, τινι.
Étymologie: ὑπό, μίγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπομίγνῡμι:
1 примешивать, подмешивать (τί τινι Plat.): τὸ ὑπομεμιγμένον Plat. примесь;
2 незаметно приближаться, прибывать (ὑπομίξαντες τῇ Χερσονήσῳ Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπομίγνῡμι: μέλλ. -μίξω, ἀναμιγνύω τι εἴς τι, προστίθημί τι εἴς τι δι’ ἀναμίξεως, Λατ. admisceo, τινί τι Πλάτ. Τίμ. 74D, πρβλ. 71Β· τὸ ὑπομεμιγμένον, τὸ μῖγμα, ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 47Α. ΙΙ. ἀμεταβ. καὶ μεταφορ., πλησιάζω κρυφίως, μετὰ δοτ., ὡς εἶχον τάχους ὑπομίξαντες τῇ Χερσονήσῳ παρέπλεον Θουκ. 8. 102.

Greek Monolingual

και ὑπομείγνυμι Α μίγνυμι / μείγνυμι]
1. προσθέτω κάτι με ανάμιξη, αναμιγνύω σε κάτι («ἐξ ὀξέος καὶ ἁλμυροῦ ξυνθεὶς ζύμωμα ὑπομείξας αὐτοῖς», Πλάτ.)
2. μτφ. α) (αμτβ.) πλησιάζω μια περιοχή χωρίς να γίνω αντιληπτός («ὡς εἶχον τάχους ὑπομείξαντες τῇ Χερσονήσῳ παρέπλεον», Θουκ.)
β) (μτβ.) προσθέτω ένα καινούργιο στοιχείο («τοῦ καλοῦ Ἀγάθωνος, ὃν πρῶτον εἰς τραγῳδίαν φασὶν ἐμβαλεῖν καὶ ὑπομεῖξαι τὸ χρωματικόν», Πλούτ.)
3. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ ὑπομεμ(ε)ιγμένον
μίγμα.

Greek Monotonic

ὑπομίγνῡμι: μέλ. -μίξω,
I. προσθέτω με ανάμειξη, Λατ. admisceo, τί τινι, σε Πλάτ.
II. αμτβ., πλησιάζω κρυφά ένα μέρος, με δοτ., σε Θουκ.

Middle Liddell

fut. -μίξω
I. to add by mixing, Lat. admisceo, τί τινι Plat.
II. intr. to run close under a place, c. dat., Thuc.

Lexicon Thucydideum

advehi, to be conveyed to, arrive, 8.102.1.