ἠλάκατα: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(13_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ilakata
|Transliteration C=ilakata
|Beta Code=h)la/kata
|Beta Code=h)la/kata
|Definition=[<b class="b3">ᾰκ], ων, τά</b>, only in pl., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wool on the distaff</b>, ἠλάκατα στρωφῶσ' ἁλιπόρφυρα <span class="bibl">Od.6.53</span>,<span class="bibl">306</span>, cf.<span class="bibl">7.105</span>; ἠ. στροφαλίζετε <span class="bibl">18.315</span>; ἠ. ἀνελισσομένης <span class="bibl">Alex.Aet.3.4</span>.</span>
|Definition=[ᾰκ], ων, τά, only in plural, [[wool on the distaff]], ἠλάκατα στρωφῶσ' ἁλιπόρφυρα Od.6.53,306, cf.7.105; ἠ. στροφαλίζετε 18.315; ἠ. ἀνελισσομένης Alex.Aet.3.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1159.png Seite 1159]] τά, die Wolle auf der Spindel u. die Faden, die von der Spindel abgesponnen werden, das Gespinnst, [[ἠλάκατα]] στρωφῶσ' ἁλιπόρφυρα, Od. 6, 53. 306. 7, 105. 17, 97, [[ἠλάκατα]] στροφαλίζειν, 18, 315, Fäden spinnen, ἑλίσσεσθαι, Alex. Aet. bei Parth. 14, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1159.png Seite 1159]] τά, die Wolle auf der Spindel u. die Faden, die von der Spindel abgesponnen werden, das Gespinnst, [[ἠλάκατα]] στρωφῶσ' ἁλιπόρφυρα, Od. 6, 53. 306. 7, 105. 17, 97, [[ἠλάκατα]] στροφαλίζειν, 18, 315, Fäden spinnen, ἑλίσσεσθαι, Alex. Aet. bei Parth. 14, 4.
}}
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br />[[fils qu'on tire de la quenouille]].<br />'''Étymologie:''' [[ἠλακάτη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἠλάκᾰτα:''' (λᾰ) τά шерсть на прялке: ἠ. στρωφᾶν и στροφαλίζειν Hom. прясть шерсть.
}}
{{ls
|lstext='''ἠλάκᾰτα''': -ων, τά, μόνον κατὰ πληθ., τὰ περὶ τὴν ἠλακάτην ἔρια, [[ἠλάκατα]] στρωφῶσ’ ἁλιπόρφυρα Ὀδ. Z. 53, 306, πρβλ. Η. 105· ἠλ. στροφαλίζετε Σ. 315.
}}
{{Autenrieth
|auten=pl.: [[wool]], or [[woollen]] [[thread]] on the [[distaff]]; στρωφῶσα, στροφαλίζετε, ‘[[ply]] the [[distaff]],’ Od. 18.315. (Od.) (See the [[first]] of the cuts [[below]].)
}}
{{grml
|mltxt=[[ἠλάκατα]], τὰ (Α) [[ηλακάτη]]<br />(μόνο στον πληθ.)<br /><b>1.</b> οι τούφες τών μαλλιών που [[είναι]] τοποθετημένα [[πάνω]] στην [[ηλακάτη]], δηλ. στη [[ρόκα]]<br /><b>2.</b> το [[νήμα]] που κλώθεται από την [[ηλακάτη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἠλάκᾰτα:''' τά, μόνο στον πληθ., το [[μαλλί]] της «ρόκας», το [[μαλλί]] γύρω από την [[ηλακάτη]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἠλάκᾰτα, τά,<br />the [[wool]] on the [[distaff]], Od. only in plural]
}}
}}

Latest revision as of 11:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠλάκᾰτα Medium diacritics: ἠλάκατα Low diacritics: ηλάκατα Capitals: ΗΛΑΚΑΤΑ
Transliteration A: ēlákata Transliteration B: ēlakata Transliteration C: ilakata Beta Code: h)la/kata

English (LSJ)

[ᾰκ], ων, τά, only in plural, wool on the distaff, ἠλάκατα στρωφῶσ' ἁλιπόρφυρα Od.6.53,306, cf.7.105; ἠ. στροφαλίζετε 18.315; ἠ. ἀνελισσομένης Alex.Aet.3.4.

German (Pape)

[Seite 1159] τά, die Wolle auf der Spindel u. die Faden, die von der Spindel abgesponnen werden, das Gespinnst, ἠλάκατα στρωφῶσ' ἁλιπόρφυρα, Od. 6, 53. 306. 7, 105. 17, 97, ἠλάκατα στροφαλίζειν, 18, 315, Fäden spinnen, ἑλίσσεσθαι, Alex. Aet. bei Parth. 14, 4.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
fils qu'on tire de la quenouille.
Étymologie: ἠλακάτη.

Russian (Dvoretsky)

ἠλάκᾰτα: (λᾰ) τά шерсть на прялке: ἠ. στρωφᾶν и στροφαλίζειν Hom. прясть шерсть.

Greek (Liddell-Scott)

ἠλάκᾰτα: -ων, τά, μόνον κατὰ πληθ., τὰ περὶ τὴν ἠλακάτην ἔρια, ἠλάκατα στρωφῶσ’ ἁλιπόρφυρα Ὀδ. Z. 53, 306, πρβλ. Η. 105· ἠλ. στροφαλίζετε Σ. 315.

English (Autenrieth)

pl.: wool, or woollen thread on the distaff; στρωφῶσα, στροφαλίζετε, ‘ply the distaff,’ Od. 18.315. (Od.) (See the first of the cuts below.)

Greek Monolingual

ἠλάκατα, τὰ (Α) ηλακάτη
(μόνο στον πληθ.)
1. οι τούφες τών μαλλιών που είναι τοποθετημένα πάνω στην ηλακάτη, δηλ. στη ρόκα
2. το νήμα που κλώθεται από την ηλακάτη.

Greek Monotonic

ἠλάκᾰτα: τά, μόνο στον πληθ., το μαλλί της «ρόκας», το μαλλί γύρω από την ηλακάτη, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἠλάκᾰτα, τά,
the wool on the distaff, Od. only in plural]