ξηραλοιφέω: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6_1)
m (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksiraloifeo
|Transliteration C=ksiraloifeo
|Beta Code=chraloife/w
|Beta Code=chraloife/w
|Definition=(ἀλείφω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">rub dry with oil</b>, of wrestlers, LexSolonis ap.Plu.<span class="title">Sol.</span>I (cf. <span class="bibl">Aeschin.1.138</span>), <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>494</span>, Plu.2.152d, <span class="bibl">Philostr. <span class="title">Gym.</span>58</span>, <span class="bibl">D.C.77.11</span> ; opp. <b class="b3">χυτλοῦσθαι</b>, Gal.11.532.</span>
|Definition=([[ἀλείφω]]) [[rub dry with oil]], of wrestlers, LexSolonis ap.Plu.''Sol.''I (cf. Aeschin.1.138), [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''494, Plu.2.152d, Philostr. ''Gym.''58, D.C.77.11; opp. [[χυτλοῦσθαι]], Gal.11.532.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0279.png Seite 279]] eigtl. trocken salben, ein Ausdruck aus der Kunstsprache der Ringer, vom Einreiben des Leibes mit Oel ohne Wasser, welches vor dem Anfange der Leibesübungen geschah, um die Glieder geschmeidig zu machen, Soph. frg. 437; vgl. VLL., bes. Harpocr.; Aesch. 1, 138 führt ein Gesetz an δοῦλον μὴ γυμνάζεσθαι μηδὲ ξηραλοιφεῖν ἐν ταῖς παλαίστραις; vgl. Plut. Sol. 1; Luc. Lexiphan. 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0279.png Seite 279]] eigtl. trocken salben, ein Ausdruck aus der Kunstsprache der Ringer, vom Einreiben des Leibes mit Oel ohne Wasser, welches vor dem Anfange der Leibesübungen geschah, um die Glieder geschmeidig zu machen, Soph. frg. 437; vgl. VLL., bes. Harpocr.; Aesch. 1, 138 führt ein Gesetz an δοῦλον μὴ γυμνάζεσθαι μηδὲ ξηραλοιφεῖν ἐν ταῖς παλαίστραις; vgl. Plut. Sol. 1; Luc. Lexiphan. 4.
}}
{{bailly
|btext=[[ξηραλοιφῶ]] :<br />se frotter d'huile à sec (<i>càd</i> sans s'être baigné) comme les athlètes.<br />'''Étymologie:''' [[ξηρός]], [[ἀλοιφή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ξηραλοιφέω:''' [[натираться маслом насухо]] (без бани, как было принято у атлетов) Soph., Aeschin.: τὸ ξ. Plut. гимнастические упражнения.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξηρᾰλοιφέω''': ([[ἀλείφω]]) [[κυρίως]] [[ἀλείφω]] [[ἁπλῶς]] δι’ ἐλαίου, [[ἤτοι]] μόνον δι’ ἐλαίου, τεχνικὸς ὅρος παρὰ τοῖς παλαισταῖς, οἵτινες ἠλείφοντο δι’ ἐλαίου χωρὶς νὰ λουσθῶσιν, [[ὅπως]] καταστήσωσι τὰ [[μέλη]] των μαλακά, Νόμοι Σόλωνος ἐν Πλουτ. Σόλ. 1, Σοφ. Ἀποσπ. 437, Αἰσχίν. 19. 25· [[ἐντεῦθεν]], τὸ ξηραλοιφεῖν ἐσήμαινε τὸ ἀσχολεῖσθαι εἰς ἀθλητικὰς ἀσκήσεις, Πλούτ. 2. 152D, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb.· - κατὰ τὸν Γαλην. 13. 55, τὸ ξηραλοιφεῖν ἐγίνετο διὰ μόνου ἐλαίου, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ χυτλοῦσθαι, [[ὅπερ]] ἐσήμαινεν ἀλείφεσθαι δι’ ἐλαίου μεμιγμένου μεθ’ ὕδατος. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 274, 282.
|lstext='''ξηρᾰλοιφέω''': ([[ἀλείφω]]) [[κυρίως]] [[ἀλείφω]] [[ἁπλῶς]] δι’ ἐλαίου, [[ἤτοι]] μόνον δι’ ἐλαίου, τεχνικὸς ὅρος παρὰ τοῖς παλαισταῖς, οἵτινες ἠλείφοντο δι’ ἐλαίου χωρὶς νὰ λουσθῶσιν, [[ὅπως]] καταστήσωσι τὰ [[μέλη]] των μαλακά, Νόμοι Σόλωνος ἐν Πλουτ. Σόλ. 1, Σοφ. Ἀποσπ. 437, Αἰσχίν. 19. 25· [[ἐντεῦθεν]], τὸ ξηραλοιφεῖν ἐσήμαινε τὸ ἀσχολεῖσθαι εἰς ἀθλητικὰς ἀσκήσεις, Πλούτ. 2. 152D, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb.· - κατὰ τὸν Γαλην. 13. 55, τὸ ξηραλοιφεῖν ἐγίνετο διὰ μόνου ἐλαίου, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ χυτλοῦσθαι, [[ὅπερ]] ἐσήμαινεν ἀλείφεσθαι δι’ ἐλαίου μεμιγμένου μεθ’ ὕδατος. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 274, 282.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξηρᾰλοιφέω:''' ([[ἀλείφω]]), [[κυρίως]] [[αλείφω]] στεγνή [[επιδερμίδα]] με [[λάδι]], [[χωρίς]] να έχει προηγηθεί η [[χρήση]] λουτρού, προκειμένου να μαλακώσουν τα [[μέλη]] του σώματος· [[τεχνικός]] όρος των παλαιστών, σε Νόμ. [[παρά]] Πλουτ., σε Αισχίν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ξηρ-ᾰλοιφέω, [[ἀλείφω]]<br />[[properly]] to rub dry with oil, without the use of the [[bath]], Lex ap. Plut., Aeschin.
}}
}}

Latest revision as of 09:46, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξηρᾰλοιφέω Medium diacritics: ξηραλοιφέω Low diacritics: ξηραλοιφέω Capitals: ΞΗΡΑΛΟΙΦΕΩ
Transliteration A: xēraloiphéō Transliteration B: xēraloipheō Transliteration C: ksiraloifeo Beta Code: chraloife/w

English (LSJ)

(ἀλείφω) rub dry with oil, of wrestlers, LexSolonis ap.Plu.Sol.I (cf. Aeschin.1.138), S.Fr.494, Plu.2.152d, Philostr. Gym.58, D.C.77.11; opp. χυτλοῦσθαι, Gal.11.532.

German (Pape)

[Seite 279] eigtl. trocken salben, ein Ausdruck aus der Kunstsprache der Ringer, vom Einreiben des Leibes mit Oel ohne Wasser, welches vor dem Anfange der Leibesübungen geschah, um die Glieder geschmeidig zu machen, Soph. frg. 437; vgl. VLL., bes. Harpocr.; Aesch. 1, 138 führt ein Gesetz an δοῦλον μὴ γυμνάζεσθαι μηδὲ ξηραλοιφεῖν ἐν ταῖς παλαίστραις; vgl. Plut. Sol. 1; Luc. Lexiphan. 4.

French (Bailly abrégé)

ξηραλοιφῶ :
se frotter d'huile à sec (càd sans s'être baigné) comme les athlètes.
Étymologie: ξηρός, ἀλοιφή.

Russian (Dvoretsky)

ξηραλοιφέω: натираться маслом насухо (без бани, как было принято у атлетов) Soph., Aeschin.: τὸ ξ. Plut. гимнастические упражнения.

Greek (Liddell-Scott)

ξηρᾰλοιφέω: (ἀλείφω) κυρίως ἀλείφω ἁπλῶς δι’ ἐλαίου, ἤτοι μόνον δι’ ἐλαίου, τεχνικὸς ὅρος παρὰ τοῖς παλαισταῖς, οἵτινες ἠλείφοντο δι’ ἐλαίου χωρὶς νὰ λουσθῶσιν, ὅπως καταστήσωσι τὰ μέλη των μαλακά, Νόμοι Σόλωνος ἐν Πλουτ. Σόλ. 1, Σοφ. Ἀποσπ. 437, Αἰσχίν. 19. 25· ἐντεῦθεν, τὸ ξηραλοιφεῖν ἐσήμαινε τὸ ἀσχολεῖσθαι εἰς ἀθλητικὰς ἀσκήσεις, Πλούτ. 2. 152D, ἔνθα ἴδε Wyttenb.· - κατὰ τὸν Γαλην. 13. 55, τὸ ξηραλοιφεῖν ἐγίνετο διὰ μόνου ἐλαίου, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ χυτλοῦσθαι, ὅπερ ἐσήμαινεν ἀλείφεσθαι δι’ ἐλαίου μεμιγμένου μεθ’ ὕδατος. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 274, 282.

Greek Monotonic

ξηρᾰλοιφέω: (ἀλείφω), κυρίως αλείφω στεγνή επιδερμίδα με λάδι, χωρίς να έχει προηγηθεί η χρήση λουτρού, προκειμένου να μαλακώσουν τα μέλη του σώματος· τεχνικός όρος των παλαιστών, σε Νόμ. παρά Πλουτ., σε Αισχίν.

Middle Liddell

ξηρ-ᾰλοιφέω, ἀλείφω
properly to rub dry with oil, without the use of the bath, Lex ap. Plut., Aeschin.