νυκτίβρομος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature

Source
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nyktivromos
|Transliteration C=nyktivromos
|Beta Code=nukti/bromos
|Beta Code=nukti/bromos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sounding by night</b>, σῦριγξ <span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>552</span> (lyr.).</span>
|Definition=νυκτίβρομον, [[sounding by night]], σῦριγξ E.''Rh.''552 (lyr.).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>conject.</i><br />[[qui gronde dans la nuit]].<br />'''Étymologie:''' [[νύξ]], [[βρέμω]].
}}
{{pape
|ptext=bei Eur. <i>Rhes</i>. 552 [[varia lectio|v.l.]] für [[νυκτιδρόμος]], <i>die [[Nacht]] durchtosend</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''νυκτίβρομος:''' [[поющий ночной порой]] (σύριγξ Eur. - [[varia lectio|v.l.]] [[νυκτίδρομος]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτίβρομος''': -ον, ὁ ἐν νυκτὶ βρέμων, Εὐρ. Ρῆσ. 552.
|lstext='''νυκτίβρομος''': -ον, ὁ ἐν νυκτὶ βρέμων, Εὐρ. Ρῆσ. 552.
}}
{{grml
|mltxt=[[νυκτίβρομος]], -ον (Α)<br />αυτός που θορυβεί, που τραγουδάει [[κατά]] τη [[νύχτα]] («νυκτιβρόμου σύριγγος ἰὰν [[κατακούω]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> [[βρόμος]] «[[θόρυβος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νυκτίβρομος:''' -ον ([[βρέμω]]), αυτός που βρυχάται τη [[νύχτα]], σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νυκτί-βρομος, ον, [[βρέμω]]<br />[[roaring]] by [[night]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 11:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐβρομος Medium diacritics: νυκτίβρομος Low diacritics: νυκτίβρομος Capitals: ΝΥΚΤΙΒΡΟΜΟΣ
Transliteration A: nyktíbromos Transliteration B: nyktibromos Transliteration C: nyktivromos Beta Code: nukti/bromos

English (LSJ)

νυκτίβρομον, sounding by night, σῦριγξ E.Rh.552 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
conject.
qui gronde dans la nuit.
Étymologie: νύξ, βρέμω.

German (Pape)

bei Eur. Rhes. 552 v.l. für νυκτιδρόμος, die Nacht durchtosend.

Russian (Dvoretsky)

νυκτίβρομος: поющий ночной порой (σύριγξ Eur. - v.l. νυκτίδρομος).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτίβρομος: -ον, ὁ ἐν νυκτὶ βρέμων, Εὐρ. Ρῆσ. 552.

Greek Monolingual

νυκτίβρομος, -ον (Α)
αυτός που θορυβεί, που τραγουδάει κατά τη νύχτα («νυκτιβρόμου σύριγγος ἰὰν κατακούω», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + βρόμος «θόρυβος»].

Greek Monotonic

νυκτίβρομος: -ον (βρέμω), αυτός που βρυχάται τη νύχτα, σε Ευρ.

Middle Liddell

νυκτί-βρομος, ον, βρέμω
roaring by night, Eur.