μελάνωμα: Difference between revisions
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
(6_21) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελάνωμα''': τό, «μαύρισμα», Εὐμάθ. σ. 13. | |lstext='''μελάνωμα''': τό, «μαύρισμα», Εὐμάθ. σ. 13. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Μ [[μελάνωμα]]) η [[βαφή]] με μαύρο [[χρώμα]], το [[μαύρισμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ρύπανση]], [[λέρωμα]] με [[μελάνη]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>μελανώματα</i><br /><b>ιατρ.</b> γενική [[ονομασία]] που δίνεται σε καλοήθεις ή κακοήθεις όγκους οι οποίοι σχηματίζονται από μελανοκύτταρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μελανώνω]]. Η λ. ως [[ιατρικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>melanoma</i>)]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:10, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 120] τό, das Geschwärzte, die Schwärze, Eumath.
Greek (Liddell-Scott)
μελάνωμα: τό, «μαύρισμα», Εὐμάθ. σ. 13.
Greek Monolingual
το (Μ μελάνωμα) η βαφή με μαύρο χρώμα, το μαύρισμα
νεοελλ.
1. ρύπανση, λέρωμα με μελάνη
2. στον πληθ. μελανώματα
ιατρ. γενική ονομασία που δίνεται σε καλοήθεις ή κακοήθεις όγκους οι οποίοι σχηματίζονται από μελανοκύτταρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελανώνω. Η λ. ως ιατρικός όρος είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. melanoma)].