περιστοιχίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
(6_20)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peristoichizo
|Transliteration C=peristoichizo
|Beta Code=peristoixi/zw
|Beta Code=peristoixi/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">surround as with toils</b> or <b class="b2">nets</b>, of a besieging army, interpol. in <span class="bibl">Plb.8.5.2</span>, etc. ; dub. in Sm.<span class="title">Ps.</span>47(48).13, Quint.<span class="title">Ho.</span>8.13 : metaph., <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>17.2.4</span> :—Med. (fut. -ιοῦμαι <span class="bibl">D.C.50.31</span>), κύκλῳ πανταχῇ μέλλοντας ἡμᾶς καὶ καθημένους περιστοιχίζεται <span class="bibl">D.4.9</span>, cf. <span class="bibl">D.C.39.3</span> :—Pass., ὑπό τινων <span class="bibl">Id.49.30</span>, al., <span class="bibl">Aristaenet.1.9</span> ; ψυχὴ π. ὑπὸ πονηρῶν πνευμάτων <span class="bibl">Ph.<span class="title">Fr.</span>104</span> H. ; κλύδωνι φροντισμάτων <span class="bibl">Hld.7.4</span>, cf. <span class="bibl">Pall.<span class="title">in Hp.</span>2.112D.</span></span>
|Definition=[[surround as with toils]] or [[nets]], of a besieging army, interpol. in Plb.8.5.2, etc.; dub. in Sm.''Ps.''47(48).13, Quint.''Ho.''8.13: metaph., J.''AJ''17.2.4:—Med. (fut. -ιοῦμαι D.C.50.31), κύκλῳ πανταχῇ μέλλοντας ἡμᾶς καὶ καθημένους περιστοιχίζεται D.4.9, cf. D.C.39.3:—Pass., ὑπό τινων Id.49.30, al., Aristaenet.1.9; ψυχὴ π. ὑπὸ πονηρῶν πνευμάτων Ph.''Fr.''104 H.; κλύδωνι φροντισμάτων Hld.7.4, cf. Pall.''in Hp.''2.112D.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0594.png Seite 594]] rings umstellen, umgeben, bes. wie der Jäger das Wild mit Stellnetzen, Pol. 8, 5, 2; auch im med., κύκλῳ πανταχῇ μέλλοντας ἡμᾶς περιστοιχίζεται, Dem. 4, 9; vgl. Harpocr. u. Sp., u. pass., κλύδωνι φροντισμάτων περιεστοίχιστο, Heliod. 7, 4 A.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0594.png Seite 594]] rings umstellen, umgeben, bes. wie der Jäger das Wild mit Stellnetzen, Pol. 8, 5, 2; auch im med., κύκλῳ πανταχῇ μέλλοντας ἡμᾶς περιστοιχίζεται, Dem. 4, 9; vgl. Harpocr. u. Sp., u. pass., κλύδωνι φροντισμάτων περιεστοίχιστο, Heliod. 7, 4 A.
}}
{{bailly
|btext=tendre des filets tout autour ; envelopper.<br />'''Étymologie:''' [[περίστοιχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''περιστοιχίζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[возводить кругом]] ([[τεῖχος]] Polyb.);<br /><b class="num">2</b> med. перен. окружать, оцеплять ([[κύκλῳ]] τινά Dem.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιστοιχίζω''': περικυκλῶ ὡς διὰ δικτύων, ἐπὶ πολιορκοῦντος στρατεύματος, Πολύβ. 8. 5, 2, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κύκλῳ πανταχῆ μέλλοντας ἡμᾶς καὶ καθημένους περιστοιχίζεται Δημ. 43. 1, πρβλ. 72. 13, Δίων Κ. 93.3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιστοιχίσαντες· περιλαβόντες».
|lstext='''περιστοιχίζω''': περικυκλῶ ὡς διὰ δικτύων, ἐπὶ πολιορκοῦντος στρατεύματος, Πολύβ. 8. 5, 2, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κύκλῳ πανταχῆ μέλλοντας ἡμᾶς καὶ καθημένους περιστοιχίζεται Δημ. 43. 1, πρβλ. 72. 13, Δίων Κ. 93.3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιστοιχίσαντες· περιλαβόντες».
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[περιβάλλω]] κάποιον ή [[κάτι]] με [[σειρά]] ομοειδών πραγμάτων τοποθετημένων το ένα [[κοντά]] στο [[άλλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[συνοδεύω]] κάποιον, [[είμαι]] ο ακόλουθός του («τον περιστοιχίζουν διάφοροι κόλακες»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πολιορκούμενο [[στράτευμα]]) [[περιβάλλω]] κυκλικά σαν να [[περικλείω]] με [[δίχτυ]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «περιστοιχίσαντες<br />περιλαβόντες»<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>περιστοιχίζομαι</i><br />α) [[περιβάλλω]], [[περικυκλώνω]] κάποιον για προσωπικό μου [[συμφέρον]]<br />β) <b>μτφ.</b> περιβάλλομαι («κινδύνοις περιστοιχιζόμενος μυρίοις», Ηλιοδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στοιχίζω]] «[[βάζω]] στη [[σειρά]]»].
}}
{{elnl
|elnltext=περι-στοιχίζω en περιστιχίζω stokken rondom plaatsen.
}}
}}

Latest revision as of 10:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιστοιχίζω Medium diacritics: περιστοιχίζω Low diacritics: περιστοιχίζω Capitals: ΠΕΡΙΣΤΟΙΧΙΖΩ
Transliteration A: peristoichízō Transliteration B: peristoichizō Transliteration C: peristoichizo Beta Code: peristoixi/zw

English (LSJ)

surround as with toils or nets, of a besieging army, interpol. in Plb.8.5.2, etc.; dub. in Sm.Ps.47(48).13, Quint.Ho.8.13: metaph., J.AJ17.2.4:—Med. (fut. -ιοῦμαι D.C.50.31), κύκλῳ πανταχῇ μέλλοντας ἡμᾶς καὶ καθημένους περιστοιχίζεται D.4.9, cf. D.C.39.3:—Pass., ὑπό τινων Id.49.30, al., Aristaenet.1.9; ψυχὴ π. ὑπὸ πονηρῶν πνευμάτων Ph.Fr.104 H.; κλύδωνι φροντισμάτων Hld.7.4, cf. Pall.in Hp.2.112D.

German (Pape)

[Seite 594] rings umstellen, umgeben, bes. wie der Jäger das Wild mit Stellnetzen, Pol. 8, 5, 2; auch im med., κύκλῳ πανταχῇ μέλλοντας ἡμᾶς περιστοιχίζεται, Dem. 4, 9; vgl. Harpocr. u. Sp., u. pass., κλύδωνι φροντισμάτων περιεστοίχιστο, Heliod. 7, 4 A.

French (Bailly abrégé)

tendre des filets tout autour ; envelopper.
Étymologie: περίστοιχος.

Russian (Dvoretsky)

περιστοιχίζω:
1 возводить кругом (τεῖχος Polyb.);
2 med. перен. окружать, оцеплять (κύκλῳ τινά Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

περιστοιχίζω: περικυκλῶ ὡς διὰ δικτύων, ἐπὶ πολιορκοῦντος στρατεύματος, Πολύβ. 8. 5, 2, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κύκλῳ πανταχῆ μέλλοντας ἡμᾶς καὶ καθημένους περιστοιχίζεται Δημ. 43. 1, πρβλ. 72. 13, Δίων Κ. 93.3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιστοιχίσαντες· περιλαβόντες».

Greek Monolingual

ΝΜΑ
περιβάλλω κάποιον ή κάτι με σειρά ομοειδών πραγμάτων τοποθετημένων το ένα κοντά στο άλλο
νεοελλ.
μτφ. συνοδεύω κάποιον, είμαι ο ακόλουθός του («τον περιστοιχίζουν διάφοροι κόλακες»)
αρχ.
1. (σχετικά με πολιορκούμενο στράτευμα) περιβάλλω κυκλικά σαν να περικλείω με δίχτυ
2. (κατά τον Ησύχ.) «περιστοιχίσαντες
περιλαβόντες»
3. μέσ. περιστοιχίζομαι
α) περιβάλλω, περικυκλώνω κάποιον για προσωπικό μου συμφέρον
β) μτφ. περιβάλλομαι («κινδύνοις περιστοιχιζόμενος μυρίοις», Ηλιοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + στοιχίζω «βάζω στη σειρά»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-στοιχίζω en περιστιχίζω stokken rondom plaatsen.