χαλκοχάρμης: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chalkocharmis | |Transliteration C=chalkocharmis | ||
|Beta Code=xalkoxa/rmhs | |Beta Code=xalkoxa/rmhs | ||
|Definition= | |Definition=χαλκοχάρμου, ὁ, [[fighting in armour of bronze]], ξένοι Τρῶες Pi.''P.''5.82; χ. πόλεμος Id.''I.''6(5).27 (also expld. as (from [[χάρμα]]), [[delighting in arms]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1332.png Seite 1332]] ὁ, in Erz, in eherner Rüstung kämpfend, [[πόλεμος]] Pind. I. 5, 26, ξένοι P. 5, 82, nach Andern = sich des Erzes, der Waffen freuend. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1332.png Seite 1332]] ὁ, in Erz, in eherner Rüstung kämpfend, [[πόλεμος]] Pind. I. 5, 26, ξένοι P. 5, 82, nach Andern = sich des Erzes, der Waffen freuend. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[qui combat avec une armure d'airain]].<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[χάρμη]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χαλκοχάρμης:''' дор. [[χαλκοχάρμας]], ου adj. m [[χάρμα]] II] сражающийся в медных доспехах, по по друг. [[χάρμα]] I] радующийся оружию (ξένοι, [[πόλεμος]] Pind.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χαλκοχάρμης''': -ου, ὁ, ὁ μαχόμενος διὰ χαλκοῦ, δηλ. ἔχων χάλκινον ὁπλισμόν, ξένοι Τρῶες Πινδ. Π. 5. 109˙ χ. [[πόλεμος]] ὁ αὐτ. ἐν Ι. 6. (5). 39˙ ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν (ἐκ τοῦ [[χάρμα]]), ὁ ἐπὶ τοῖς ὅπλοις χαίρων, πρβλ. [[σιδηροχάρμης]]. | |lstext='''χαλκοχάρμης''': -ου, ὁ, ὁ μαχόμενος διὰ χαλκοῦ, δηλ. ἔχων χάλκινον ὁπλισμόν, ξένοι Τρῶες Πινδ. Π. 5. 109˙ χ. [[πόλεμος]] ὁ αὐτ. ἐν Ι. 6. (5). 39˙ ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν (ἐκ τοῦ [[χάρμα]]), ὁ ἐπὶ τοῖς ὅπλοις χαίρων, πρβλ. [[σιδηροχάρμης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που μάχεται με χάλκινο οπλισμό («χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως επίθ. του πολέμου) αυτός [[κατά]] τον οποίο χρησιμοποιούνται [[κυρίως]] χάλκινα όπλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[χάρμης]] (<span style="color: red;"><</span> [[χάρμη]] «[[ορμή]], [[επιθυμία]] για [[μάχη]], [[αγώνας]], [[έριδα]]»), [[πρβλ]]. [[σιδηροχάρμης]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χαλκοχάρμης:''' -ου, ὁ ([[χάρμη]]), αυτός που μάχεται με χαλκό, δηλ. με χάλκινα όπλα, σε Πίνδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=χαλκο-χάρμης, ου, ὁ, [[χάρμη]]<br />[[fighting]] in [[brass]], i. e. in brasen [[armour]], Pind. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:03, 25 August 2023
English (LSJ)
χαλκοχάρμου, ὁ, fighting in armour of bronze, ξένοι Τρῶες Pi.P.5.82; χ. πόλεμος Id.I.6(5).27 (also expld. as (from χάρμα), delighting in arms).
German (Pape)
[Seite 1332] ὁ, in Erz, in eherner Rüstung kämpfend, πόλεμος Pind. I. 5, 26, ξένοι P. 5, 82, nach Andern = sich des Erzes, der Waffen freuend.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui combat avec une armure d'airain.
Étymologie: χαλκός, χάρμη.
Russian (Dvoretsky)
χαλκοχάρμης: дор. χαλκοχάρμας, ου adj. m χάρμα II] сражающийся в медных доспехах, по по друг. χάρμα I] радующийся оружию (ξένοι, πόλεμος Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοχάρμης: -ου, ὁ, ὁ μαχόμενος διὰ χαλκοῦ, δηλ. ἔχων χάλκινον ὁπλισμόν, ξένοι Τρῶες Πινδ. Π. 5. 109˙ χ. πόλεμος ὁ αὐτ. ἐν Ι. 6. (5). 39˙ ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν (ἐκ τοῦ χάρμα), ὁ ἐπὶ τοῖς ὅπλοις χαίρων, πρβλ. σιδηροχάρμης.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που μάχεται με χάλκινο οπλισμό («χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες», Πίνδ.)
2. (ως επίθ. του πολέμου) αυτός κατά τον οποίο χρησιμοποιούνται κυρίως χάλκινα όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -χάρμης (< χάρμη «ορμή, επιθυμία για μάχη, αγώνας, έριδα»), πρβλ. σιδηροχάρμης].
Greek Monotonic
χαλκοχάρμης: -ου, ὁ (χάρμη), αυτός που μάχεται με χαλκό, δηλ. με χάλκινα όπλα, σε Πίνδ.
Middle Liddell
χαλκο-χάρμης, ου, ὁ, χάρμη
fighting in brass, i. e. in brasen armour, Pind.