εὔεικτος: Difference between revisions
Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht
(6_18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eyeiktos | |Transliteration C=eyeiktos | ||
|Beta Code=eu)/eiktos | |Beta Code=eu)/eiktos | ||
|Definition= | |Definition=εὔεικτον, [[pliant]], [[tractable]], D.C.69.20 (Zonar., [[εὔοικτος]] ([[quod vide|q.v.]]) codd.); [[soft]], [[yielding]], <b class="b3">τὰ εὔεικτα</b> Alex.Aphr.''Pr.''2.23, cf. Heraclit.''All.''51 ([[εὔθικτος]] codd.); of [[abscess]]es, Paul.Aeg.4.18: Comp. -ότερος, ''Glossaria'' on [[λειότερος]], Sch.Orib.49.3.5. Adv. [[εὐείκτως]] ([[εὐεικτῶς]] cod.) [[falsa lectio|f.l.]] for [[εὐεκτικῶς]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔεικτος''': -ον, ὁ ῥᾳδίως εἴκων, [[εὐπειθής]], Δίων Κ. 69. 20. Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 23. - Ἐπίρρ. εὐείκτως, εὐπειθῶς, Κλήμ. Ρώμης 1. 37. | |lstext='''εὔεικτος''': -ον, ὁ ῥᾳδίως εἴκων, [[εὐπειθής]], Δίων Κ. 69. 20. Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 23. - Ἐπίρρ. εὐείκτως, εὐπειθῶς, Κλήμ. Ρώμης 1. 37. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὔεικτος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που υπακούει εύκολα, ο [[ευπειθής]], ο [[πειθήνιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που υποχωρεί εύκολα, ο [[μαλακός]], ο [[ενδοτικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μεταβάλλεται εύκολα («λόγον εὔεικτον εἰς σαφήνειαν», Μάξ. Ομολ.)<br /><b>2.</b> (για αποστήματα) αυτός που υποχωρεί εύκολα<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔεικτον</i><br />η [[υποχωρητικότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐείκτως</i> (ΑΜ)<br />υπάκουα, [[πρόθυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>εικτός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είκω]] «[[υποχωρώ]], [[υπακούω]]»)]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
εὔεικτον, pliant, tractable, D.C.69.20 (Zonar., εὔοικτος (q.v.) codd.); soft, yielding, τὰ εὔεικτα Alex.Aphr.Pr.2.23, cf. Heraclit.All.51 (εὔθικτος codd.); of abscesses, Paul.Aeg.4.18: Comp. -ότερος, Glossaria on λειότερος, Sch.Orib.49.3.5. Adv. εὐείκτως (εὐεικτῶς cod.) f.l. for εὐεκτικῶς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1063] leicht nachgebend, fügsam, D. Cass. 69, 20 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὔεικτος: -ον, ὁ ῥᾳδίως εἴκων, εὐπειθής, Δίων Κ. 69. 20. Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 23. - Ἐπίρρ. εὐείκτως, εὐπειθῶς, Κλήμ. Ρώμης 1. 37.
Greek Monolingual
εὔεικτος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που υπακούει εύκολα, ο ευπειθής, ο πειθήνιος
2. αυτός που υποχωρεί εύκολα, ο μαλακός, ο ενδοτικός
μσν.
1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα («λόγον εὔεικτον εἰς σαφήνειαν», Μάξ. Ομολ.)
2. (για αποστήματα) αυτός που υποχωρεί εύκολα
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔεικτον
η υποχωρητικότητα.
επίρρ...
εὐείκτως (ΑΜ)
υπάκουα, πρόθυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εικτός (< είκω «υποχωρώ, υπακούω»)].