ἐπαμβατήρ: Difference between revisions
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epamvatir | |Transliteration C=epamvatir | ||
|Beta Code=e)pambath/r | |Beta Code=e)pambath/r | ||
|Definition= | |Definition=ἐπαμβατῆρος, ὁ, ''poet.'' for [[Επαναβάτης]], [[one who mounts upon]], [[assailant]]: metaph., <b class="b3">νόσοι σαρκῶν ἐπαμβατῆρες</b>, of leprous eruptions, A.''Ch.''280. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0898.png Seite 898]] ῆρος, ὁ, poet. für ἐπαναβ., der Hinaufsteigende, Daraufsitzende, σαρκῶν – λιχῆνες Aesch. Ch. 278. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />[[qui fond sur]], [[assaillant]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀναβαίνω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπαμβᾰτήρ:''' ῆρος adj. поднимающийся, садящийся (на что-л.): νόσοι σαρκῶν ἐπαμβατῆρες Aesch. кожные болезни (предполож. о проказе). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπαμβᾰτήρ''': ῆρος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ ἐπαναβάτης, ὁ ἀναβαίνων ἐπί τινος, ὁ προσβάλλων τι, νόσοι σαρκῶν ἐπαμβατῆρες, ἐπὶ λεπρωδῶν ἐξανθημάτων, Αἰσχύλ. Χο. 280 (ἐπεμβατῆρες Auratus). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπαμβατήρ]], ο (Α)<br />για λεπρώδη εξανθήματα) <b>μτφ.</b> αυτός που ανεβαίνει στην [[επιφάνεια]], που προσβάλλει («νόσους σαρκῶν ἐπαμβατῆρας», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ανά</i> <span style="color: red;">+</span> [[βατήρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπαμβᾰτήρ:''' -ῆρος, ὁ, ποιητ. αντί <i>ἐπ-[[αναβάτης]]</i>, αυτός που ανεβαίνει πάνω, [[επιβάτης]], [[επιδρομέας]], σε Αισχύλ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐπ-αμβᾰτήρ, ῆρος, poet. for ἐπαναβάτης]<br />one who mounts [[upon]], an [[assailant]], Aesch. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:00, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπαμβατῆρος, ὁ, poet. for Επαναβάτης, one who mounts upon, assailant: metaph., νόσοι σαρκῶν ἐπαμβατῆρες, of leprous eruptions, A.Ch.280.
German (Pape)
[Seite 898] ῆρος, ὁ, poet. für ἐπαναβ., der Hinaufsteigende, Daraufsitzende, σαρκῶν – λιχῆνες Aesch. Ch. 278.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui fond sur, assaillant.
Étymologie: ἐπί, ἀναβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαμβᾰτήρ: ῆρος adj. поднимающийся, садящийся (на что-л.): νόσοι σαρκῶν ἐπαμβατῆρες Aesch. кожные болезни (предполож. о проказе).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαμβᾰτήρ: ῆρος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ ἐπαναβάτης, ὁ ἀναβαίνων ἐπί τινος, ὁ προσβάλλων τι, νόσοι σαρκῶν ἐπαμβατῆρες, ἐπὶ λεπρωδῶν ἐξανθημάτων, Αἰσχύλ. Χο. 280 (ἐπεμβατῆρες Auratus).
Greek Monolingual
ἐπαμβατήρ, ο (Α)
για λεπρώδη εξανθήματα) μτφ. αυτός που ανεβαίνει στην επιφάνεια, που προσβάλλει («νόσους σαρκῶν ἐπαμβατῆρας», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + βατήρ (< βαίνω)].
Greek Monotonic
ἐπαμβᾰτήρ: -ῆρος, ὁ, ποιητ. αντί ἐπ-αναβάτης, αυτός που ανεβαίνει πάνω, επιβάτης, επιδρομέας, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ἐπ-αμβᾰτήρ, ῆρος, poet. for ἐπαναβάτης]
one who mounts upon, an assailant, Aesch.