ἀρτοπόπος: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(6_12) |
mNo edit summary |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=artopopos | |Transliteration C=artopopos | ||
|Beta Code=a)rtopo/pos | |Beta Code=a)rtopo/pos | ||
|Definition=< | |Definition=v. [[αρτοκόπος]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[ἀρτοκόπος]], -ου, ὁ, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀρτοπόπος]] Phryn.193, Lib.<i>Or</i>.31.12, Hsch., Poll.7.21<br />[[panadero]], [[tahonero]] en [[principio]] como [[oficio]] al [[servicio]] de los reyes persas οἱ ἀρτόκοποι καὶ οἱ ὀψοποιοί Hdt.9.82, cf. X.<i>An</i>.4.4.21, <i>HG</i> 7.1.38, lidios τῆς ἀρτοκόπου τῆς Κροίσου [[εἰκών]] el [[retrato]] de la [[panadera]] de [[Creso]]</i> Hdt.1.51, gener., Pl.<i>Grg</i>.518b, <i>UPZ</i> 7.6 (II a.C.), <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.12948 (I d.C.), <i>IGR</i> 4.1244.2, <i>MAMA</i> 3.170 (Corasio IV/V d.C.), <i>PPetaus</i> 48.7 (II d.C.), <i>IEphesos</i> 215.3, 6 (II/III d.C.), <i>Gr.Shorthand Man</i>.678 (III/IV d.C.), <i>PBerl.Borkowski</i> 8.10 (III/IV d.C.), Horap.1.50, <i>POxy</i>.1949.2 (V d.C.).<br /><b class="num">• Diccionario Micénico:</b> <i>a-to-po-qo</i>.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Comp. de [[ἄρτος]] ‘[[pan]]’ y [[κόπος]] < *ποκ<i><sup>u̯</sup></i>ο- (de la raíz *<i>pek<sup>u̯</sup></i> ‘[[cocer]]’), c. disim. de *<i>k<sup>u̯</sup></i>. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0363.png Seite 363]] ὁ, der Bäcker, B. A. 447; nach 22 auch ἀρτοποπής (?). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0363.png Seite 363]] ὁ, der [[Bäcker]], B. A. 447; nach 22 auch ἀρτοποπής (?). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀρτοκόπος]] και [[ἀρτοπόπος]], ο, η (Α)<br />ο [[αρτοποιός]], αυτός που παρασκευάζει [[ψωμί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτοπόκος</i>, με [[μετάθεση]] <span style="color: red;"><</span> [[αρτοπόπος]], με [[ανομοίωση]]. Το β' συνθετικό -<i>ποπος</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>k</i><sup>w</sup><i>opos</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>pok</i><sup>w</sup><i>os</i>, με [[μετάθεση]]) ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>pek</i><sup>w</sup>- «[[ψήνω]], [[μαγειρεύω]]» (πρβλ. [[πέσσω]] «[[μαλακώνω]], [[ωριμάζω]], [[μαγειρεύω]]», [[πέπων]] «ο ώριμος, αυτός που έγινε [[μαλακός]] από τον ήλιο»). Ο [[πρωταρχικός]] τ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή: <i>α</i>-<i>to</i>-<i>po</i>-<i>qo</i>, όπου παρατηρείται [[διατήρηση]] του χειλοϋπερωικού <i>k</i><sup>w</sup>, το οποίο δηλώνεται με το [[συλλαβόγραμμα]] <i>q</i>. Σύμφωνα όμως με νεώτερη [[άποψη]], το β' συνθετικό -[[κόπος]] του τ. [[αρτοκόπος]] συνδέεται με το [[κόπτω]] και όχι με το [[πέσσω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρτοπόπος''': ἴδε [[ἀρτοκόπος]], | |lstext='''ἀρτοπόπος''': ἴδε [[ἀρτοκόπος]], | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:01, 29 March 2023
English (LSJ)
v. αρτοκόπος.
Spanish (DGE)
ἀρτοκόπος, -ου, ὁ, ἡ
• Alolema(s): ἀρτοπόπος Phryn.193, Lib.Or.31.12, Hsch., Poll.7.21
panadero, tahonero en principio como oficio al servicio de los reyes persas οἱ ἀρτόκοποι καὶ οἱ ὀψοποιοί Hdt.9.82, cf. X.An.4.4.21, HG 7.1.38, lidios τῆς ἀρτοκόπου τῆς Κροίσου εἰκών el retrato de la panadera de Creso Hdt.1.51, gener., Pl.Grg.518b, UPZ 7.6 (II a.C.), IG 22.12948 (I d.C.), IGR 4.1244.2, MAMA 3.170 (Corasio IV/V d.C.), PPetaus 48.7 (II d.C.), IEphesos 215.3, 6 (II/III d.C.), Gr.Shorthand Man.678 (III/IV d.C.), PBerl.Borkowski 8.10 (III/IV d.C.), Horap.1.50, POxy.1949.2 (V d.C.).
• Diccionario Micénico: a-to-po-qo.
• Etimología: Comp. de ἄρτος ‘pan’ y κόπος < *ποκu̯ο- (de la raíz *peku̯ ‘cocer’), c. disim. de *ku̯.
German (Pape)
[Seite 363] ὁ, der Bäcker, B. A. 447; nach 22 auch ἀρτοποπής (?).
Greek Monolingual
ἀρτοκόπος και ἀρτοπόπος, ο, η (Α)
ο αρτοποιός, αυτός που παρασκευάζει ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτοπόκος, με μετάθεση < αρτοπόπος, με ανομοίωση. Το β' συνθετικό -ποπος < -kwopos (< -pokwos, με μετάθεση) ανάγεται στη ρίζα pekw- «ψήνω, μαγειρεύω» (πρβλ. πέσσω «μαλακώνω, ωριμάζω, μαγειρεύω», πέπων «ο ώριμος, αυτός που έγινε μαλακός από τον ήλιο»). Ο πρωταρχικός τ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή: α-to-po-qo, όπου παρατηρείται διατήρηση του χειλοϋπερωικού kw, το οποίο δηλώνεται με το συλλαβόγραμμα q. Σύμφωνα όμως με νεώτερη άποψη, το β' συνθετικό -κόπος του τ. αρτοκόπος συνδέεται με το κόπτω και όχι με το πέσσω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτοπόπος: ἴδε ἀρτοκόπος,