διακηρύσσω: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(6_13a) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diakirysso | |Transliteration C=diakirysso | ||
|Beta Code=diakhru/ssw | |Beta Code=diakhru/ssw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[proclaim by herald]], <b class="b3">ἐν διακεκηρυγμένοις</b> in [[declared war]], Plu.''Arat.''10: metaph., ἀσεβὲς εἶναι… Phld.''Herc.''862.12.<br><span class="bld">2</span> Med., = [[διακηρυκεύομαι]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]18.7.<br><span class="bld">3</span> [[sell by auction]], τὴν οἰκίαν Philostr.''VS''2.21.1 (Pass.); τὴν οὐσίαν Plu.''Cic.''33.<br><span class="bld">4</span> [[celebrate]], ἡ παροιμία δ. τινά Iamb.''VP''6.30. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττω<br /><b class="num">1</b> [[proclamar]] δ[ι] εκήρυξεν ἀσεβὲς εἶναι τὸ ποιεῖν [[ἄλλως]] Anon.<i>Herc</i>.862.12.15, τὸ εὐαγγελικὸν ... κήρυγμα Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.95, τὸν ἀρχιερέα Cyr.Al.M.68.492B, cf. Gr.Nyss.<i>Eun</i>.3.9.15, abs. διακηρύσσοντες mediante proclamaciones</i> I.<i>BI</i> 1.93<br /><b class="num">•</b>[[declarar]] en v. pas. πρὸς τοῖς κακοῖς ἀδρανῆ καὶ ἄτολμον καὶ πανοῦργον τὸν πάσχοντα διακηρύσσεσθαι Vett.Val.236.5<br /><b class="num">•</b>τὰ διακεκηρυγμένα [[los hechos de dominio público]] ἐν τοῖς ὑπαίθροις καὶ διακεκηρυγμένοις Plu.<i>Arat</i>.10.<br /><b class="num">2</b> [[vender en subasta pública]] τὴν ... οὐσίαν Plu.<i>Cic</i>.33, en v. pas. τῆς οἰκίας διακηρυττομένης Philostr.<i>VS</i> 603.<br /><b class="num">3</b> [[celebrar]] ἡ παροιμία τὸν ἐκ Σάμου κομήτην ἐπὶ τῷ σεμνοτάτῳ διακηρύττει Iambl.<i>VP</i> 31.<br /><b class="num">4</b> en v. med. [[enviar un heraldo]] ὁ δὲ Πείθων νικήσας τῇ μάχῃ διεκηρύξατο πρὸς τοὺς ἡττημένους [[Diodorus Siculus|D.S.]]18.7. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> διακηρύξω, <i>etc.</i><br /><b>1</b> [[faire annoncer par un héraut]] ; [[ἐν]] διακεκηρυγμένοις PLUT dans les guerres déclarées;<br /><b>2</b> [[faire mettre aux enchères par le crieur public]].<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κηρύσσω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δια-κηρύσσω door een heraut laten verkondigen; voor openbare verkoop aanbieden:. τὴν... οὐσίαν... διεκήρυττε καθ’ ἡμέραν zijn bezit bood hij dagelijks te koop aan Plut. Cic. 33.1. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διακηρύσσω:''' атт. [[διακηρύττω]] объявлять через глашатая (med. πρός τινα Diod.): δ. οὐσίαν Plut. объявлять о продаже имущества с торгов; ἐν διακεκηρυγμένοις (''[[sc.]]'' πολέμοις) Plut. в состоянии открытой войны. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διακηρύσσω''': μέλλ. -ξω, διὰ κήρυκος ποιῶ γνωστόν, ἐν διακεκηρυγμένοις, εἰς κεκηρυγμένον πόλεμον, Πλούτ. Ἀράτ. 10. ― Μέσ. = τῷ προηγ. Ι, Διόδ. 18. 7. 2) πωλῶ ἐν δημοπρασίᾳ, τὴν οἰκίαν Φιλόστρ. 603· τὴν οὐσίαν Πλούτ. Κικ. 33. | |lstext='''διακηρύσσω''': μέλλ. -ξω, διὰ κήρυκος ποιῶ γνωστόν, ἐν διακεκηρυγμένοις, εἰς κεκηρυγμένον πόλεμον, Πλούτ. Ἀράτ. 10. ― Μέσ. = τῷ προηγ. Ι, Διόδ. 18. 7. 2) πωλῶ ἐν δημοπρασίᾳ, τὴν οἰκίαν Φιλόστρ. 603· τὴν οὐσίαν Πλούτ. Κικ. 33. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και -ττω (AM [[διακηρύσσω]] και -ττω)<br />[[διαλαλώ]], [[γνωστοποιώ]] [[δημόσια]] με κήρυκα<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναγγέλλω]] εγγράφως ή μέσω του Τύπου<br /><b>2.</b> [[διαδίδω]] [[κάτι]] επαναλαμβάνοντάς το [[συνεχώς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πουλώ]] σε [[δημοπρασία]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>διακηρύσσομαι</i> και -ττομαι<br />[[διαπραγματεύομαι]] μέσω κήρυκα. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διακηρύσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[γνωστοποιώ]] [[κάτι]] μέσω κήρυκα, <i>ἐν διακεκηρυγμένοις</i>, σε πόλεμο που έχει κηρυχθεί, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[πουλώ]] σε [[δημοπρασία]], [[πλειστηριάζω]], στον ίδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ξω<br /><b class="num">1.</b> to [[proclaim]] by [[herald]], ἐν διακεκηρυγμένοις in [[declared]] war, Plut.<br /><b class="num">2.</b> to [[sell]] by [[auction]], Plut. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:30, 27 March 2024
English (LSJ)
A proclaim by herald, ἐν διακεκηρυγμένοις in declared war, Plu.Arat.10: metaph., ἀσεβὲς εἶναι… Phld.Herc.862.12.
2 Med., = διακηρυκεύομαι, D.S.18.7.
3 sell by auction, τὴν οἰκίαν Philostr.VS2.21.1 (Pass.); τὴν οὐσίαν Plu.Cic.33.
4 celebrate, ἡ παροιμία δ. τινά Iamb.VP6.30.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
1 proclamar δ[ι] εκήρυξεν ἀσεβὲς εἶναι τὸ ποιεῖν ἄλλως Anon.Herc.862.12.15, τὸ εὐαγγελικὸν ... κήρυγμα Cyr.Al.Luc.1.95, τὸν ἀρχιερέα Cyr.Al.M.68.492B, cf. Gr.Nyss.Eun.3.9.15, abs. διακηρύσσοντες mediante proclamaciones I.BI 1.93
•declarar en v. pas. πρὸς τοῖς κακοῖς ἀδρανῆ καὶ ἄτολμον καὶ πανοῦργον τὸν πάσχοντα διακηρύσσεσθαι Vett.Val.236.5
•τὰ διακεκηρυγμένα los hechos de dominio público ἐν τοῖς ὑπαίθροις καὶ διακεκηρυγμένοις Plu.Arat.10.
2 vender en subasta pública τὴν ... οὐσίαν Plu.Cic.33, en v. pas. τῆς οἰκίας διακηρυττομένης Philostr.VS 603.
3 celebrar ἡ παροιμία τὸν ἐκ Σάμου κομήτην ἐπὶ τῷ σεμνοτάτῳ διακηρύττει Iambl.VP 31.
4 en v. med. enviar un heraldo ὁ δὲ Πείθων νικήσας τῇ μάχῃ διεκηρύξατο πρὸς τοὺς ἡττημένους D.S.18.7.
French (Bailly abrégé)
f. διακηρύξω, etc.
1 faire annoncer par un héraut ; ἐν διακεκηρυγμένοις PLUT dans les guerres déclarées;
2 faire mettre aux enchères par le crieur public.
Étymologie: διά, κηρύσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-κηρύσσω door een heraut laten verkondigen; voor openbare verkoop aanbieden:. τὴν... οὐσίαν... διεκήρυττε καθ’ ἡμέραν zijn bezit bood hij dagelijks te koop aan Plut. Cic. 33.1.
Russian (Dvoretsky)
διακηρύσσω: атт. διακηρύττω объявлять через глашатая (med. πρός τινα Diod.): δ. οὐσίαν Plut. объявлять о продаже имущества с торгов; ἐν διακεκηρυγμένοις (sc. πολέμοις) Plut. в состоянии открытой войны.
Greek (Liddell-Scott)
διακηρύσσω: μέλλ. -ξω, διὰ κήρυκος ποιῶ γνωστόν, ἐν διακεκηρυγμένοις, εἰς κεκηρυγμένον πόλεμον, Πλούτ. Ἀράτ. 10. ― Μέσ. = τῷ προηγ. Ι, Διόδ. 18. 7. 2) πωλῶ ἐν δημοπρασίᾳ, τὴν οἰκίαν Φιλόστρ. 603· τὴν οὐσίαν Πλούτ. Κικ. 33.
Greek Monolingual
και -ττω (AM διακηρύσσω και -ττω)
διαλαλώ, γνωστοποιώ δημόσια με κήρυκα
μσν.- νεοελλ.
1. αναγγέλλω εγγράφως ή μέσω του Τύπου
2. διαδίδω κάτι επαναλαμβάνοντάς το συνεχώς
αρχ.
1. πουλώ σε δημοπρασία
2. μέσ. διακηρύσσομαι και -ττομαι
διαπραγματεύομαι μέσω κήρυκα.
Greek Monotonic
διακηρύσσω: μέλ. -ξω,
1. γνωστοποιώ κάτι μέσω κήρυκα, ἐν διακεκηρυγμένοις, σε πόλεμο που έχει κηρυχθεί, σε Πλούτ.
2. πουλώ σε δημοπρασία, πλειστηριάζω, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. ξω
1. to proclaim by herald, ἐν διακεκηρυγμένοις in declared war, Plut.
2. to sell by auction, Plut.