λῇδος: Difference between revisions
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
(6_6) |
m (Text replacement - "VLL</i>" to "Vetera Lexica</i>") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῇδος''': Δωρ. λᾷδος, -εος, τό, εὐτελὲς [[τριβώνιον]] ἢ [[χλαμύδιον]] παλαιόν, [[κυρίως]] ὡς τὸ [[θέριστρον]], εὐτελὲς [[ἱμάτιον]] θερινόν, Ἀλκμὰν 96· συνηθέστερον ἐν τοῖς ὑποκοριστ. τύποις, [[λῄδιον]] ἢ λῃδίον, τό, καὶ [[λῃδάριον]], ἃ ἴδε. - Κοινῶς φέρεται λῆδος, λήδιον [[ἄνευ]] τοῦ ὑπογραφομένου ι, καὶ ὁ [[τελευταῖος]] [[τύπος]] ἀπαντᾷ ἐν δοκίμῳ τινὶ Ἀττ. ἐπιγραφῇ (Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 45)· ἀλλὰ παρ’ Ἡσυχ. εὑρίσκομεν τοὺς τύπους [[λαῖδος]], [[λῄδιον]]. | |lstext='''λῇδος''': Δωρ. λᾷδος, -εος, τό, εὐτελὲς [[τριβώνιον]] ἢ [[χλαμύδιον]] παλαιόν, [[κυρίως]] ὡς τὸ [[θέριστρον]], εὐτελὲς [[ἱμάτιον]] θερινόν, Ἀλκμὰν 96· συνηθέστερον ἐν τοῖς ὑποκοριστ. τύποις, [[λῄδιον]] ἢ λῃδίον, τό, καὶ [[λῃδάριον]], ἃ ἴδε. - Κοινῶς φέρεται λῆδος, λήδιον [[ἄνευ]] τοῦ ὑπογραφομένου ι, καὶ ὁ [[τελευταῖος]] [[τύπος]] ἀπαντᾷ ἐν δοκίμῳ τινὶ Ἀττ. ἐπιγραφῇ (Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 45)· ἀλλὰ παρ’ Ἡσυχ. εὑρίσκομεν τοὺς τύπους [[λαῖδος]], [[λῄδιον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῇδος:''' εος τό легкая одежда, плащ Arph. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, auch [[λῆδος]] [[geschrieben]], aber in [[λῃδάριον]] bei Ar. ist das ι subscriptum [[jetzt]] [[aufgenommen]], und [[neben]] [[λῄδιον]] findet sich [[ληΐδιον]] (vgl. auch [[λαῖδος]]); die <i>Vetera Lexica</i> erkl. εὐτελὲς [[τριβώνιον]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 19:55, 24 November 2022
Greek (Liddell-Scott)
λῇδος: Δωρ. λᾷδος, -εος, τό, εὐτελὲς τριβώνιον ἢ χλαμύδιον παλαιόν, κυρίως ὡς τὸ θέριστρον, εὐτελὲς ἱμάτιον θερινόν, Ἀλκμὰν 96· συνηθέστερον ἐν τοῖς ὑποκοριστ. τύποις, λῄδιον ἢ λῃδίον, τό, καὶ λῃδάριον, ἃ ἴδε. - Κοινῶς φέρεται λῆδος, λήδιον ἄνευ τοῦ ὑπογραφομένου ι, καὶ ὁ τελευταῖος τύπος ἀπαντᾷ ἐν δοκίμῳ τινὶ Ἀττ. ἐπιγραφῇ (Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 45)· ἀλλὰ παρ’ Ἡσυχ. εὑρίσκομεν τοὺς τύπους λαῖδος, λῄδιον.
Russian (Dvoretsky)
λῇδος: εος τό легкая одежда, плащ Arph.
German (Pape)
τό, auch λῆδος geschrieben, aber in λῃδάριον bei Ar. ist das ι subscriptum jetzt aufgenommen, und neben λῄδιον findet sich ληΐδιον (vgl. auch λαῖδος); die Vetera Lexica erkl. εὐτελὲς τριβώνιον.