γαλακτοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech

Source
(6_17)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=γαλακτοφάγος
|Medium diacritics=γαλακτοφάγος
|Low diacritics=γαλακτοφάγος
|Capitals=ΓΑΛΑΚΤΟΦΑΓΟΣ
|Transliteration A=galaktophágos
|Transliteration B=galaktophagos
|Transliteration C=galaktofagos
|Beta Code=galaktofa/gos
|Definition=ον, [[milk-fed]], Str. 7.4.6, S.E. ''P.'' 1.56.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que se nutre de leche]] de los habitantes del Quersoneso, Str.7.4.6, Aret.<i>CD</i> 1.8.2, Σκύθαι Ptol.<i>Geog</i>.6.14.12, ζῷα S.E.<i>P</i>.1.56, cf. [[γλακτοφάγος]].
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] Milch essend, Sext. Emp.; Schol. Il. 13, 6; vgl. [[γλακτοφάγος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] Milch essend, Sext. Emp.; Schol. Il. 13, 6; vgl. [[γλακτοφάγος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui se nourrit de laitage]].<br />'''Étymologie:''' [[γάλα]], [[φαγεῖν]].
}}
{{elru
|elrutext='''γᾰλακτοφάγος:''' Sext. = [[γαλακτοπότης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γᾰλακτοφάγος''': -ον, ὁ διὰ γάλακτος τρεφόμενος, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 36, Στράβ. 311· ἴδε γλακτ-.
|lstext='''γᾰλακτοφάγος''': -ον, ὁ διὰ γάλακτος τρεφόμενος, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 36, Στράβ. 311· ἴδε γλακτ-.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[γαλακτοφάγος]])<br />αυτός που τρέφεται [[κυρίως]] ή αποκλειστικά με [[γάλα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γᾰλακτοφάγος:''' -ον ([[φαγεῖν]]), αυτός που τρέφεται με [[γάλα]], σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φαγεῖν]]<br />[[milk]]-fed, Strab.
}}
}}

Latest revision as of 13:00, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαλακτοφάγος Medium diacritics: γαλακτοφάγος Low diacritics: γαλακτοφάγος Capitals: ΓΑΛΑΚΤΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: galaktophágos Transliteration B: galaktophagos Transliteration C: galaktofagos Beta Code: galaktofa/gos

English (LSJ)

ον, milk-fed, Str. 7.4.6, S.E. P. 1.56.

Spanish (DGE)

-ον
que se nutre de leche de los habitantes del Quersoneso, Str.7.4.6, Aret.CD 1.8.2, Σκύθαι Ptol.Geog.6.14.12, ζῷα S.E.P.1.56, cf. γλακτοφάγος.

German (Pape)

[Seite 471] Milch essend, Sext. Emp.; Schol. Il. 13, 6; vgl. γλακτοφάγος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se nourrit de laitage.
Étymologie: γάλα, φαγεῖν.

Russian (Dvoretsky)

γᾰλακτοφάγος: Sext. = γαλακτοπότης.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτοφάγος: -ον, ὁ διὰ γάλακτος τρεφόμενος, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 36, Στράβ. 311· ἴδε γλακτ-.

Greek Monolingual

ο (AM γαλακτοφάγος)
αυτός που τρέφεται κυρίως ή αποκλειστικά με γάλα.

Greek Monotonic

γᾰλακτοφάγος: -ον (φαγεῖν), αυτός που τρέφεται με γάλα, σε Στράβ.

Middle Liddell

φαγεῖν
milk-fed, Strab.