πρωθύστερος: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prothysteros
|Transliteration C=prothysteros
|Beta Code=prwqu/steros
|Beta Code=prwqu/steros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hindmost foremost, last first</b>, <b class="b3">π. ὁ τρόπος</b> Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>702</span>: neut.,= <b class="b3">ὕστερον πρότερον</b>, Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>887</span>, etc.</span>
|Definition=πρωθύστερον, [[hindmost foremost]], [[last first]], <b class="b3">π. ὁ τρόπος</b> Sch.E.''Or.''702: neut., = <b class="b3">ὕστερον πρότερον</b>, Sch.E.''Ph.''887, etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρωθύστερος''': -ον, ὁ [[ὕστερος]] πρῶτος, πρ. ὁ [[τρόπος]] Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 702· οὐδ. πρωθύστερον = [[ὕστερον]] πρότερον, [[σχῆμα]] λόγου καθ’ ὃ τὰ πρῶτα τάσσονται ὕστερα καὶ τἀνάπαλιν, Εὐρ. Φοίν. 887, κτλ.
|lstext='''πρωθύστερος''': -ον, ὁ [[ὕστερος]] πρῶτος, πρ. ὁ [[τρόπος]] Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 702· οὐδ. πρωθύστερον = [[ὕστερον]] πρότερον, [[σχῆμα]] λόγου καθ’ ὃ τὰ πρῶτα τάσσονται ὕστερα καὶ τἀνάπαλιν, Εὐρ. Φοίν. 887, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πρωθύστερος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που προτάσσεται ενώ θα έπρεπε να επιτάσσεται, που τίθεται [[πρώτος]] ενώ θα έπρεπε να έπεται<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πρωθύστερο [[σχήμα]]» ή [[απλώς]] «το πρωθύστερο»<br />(ενν. [[σχήμα]]) <b>γραμμ.</b> [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο προτάσσεται [[ένας]] όρος ή μια [[πράξη]] που χρονικά και λογικά θα έπρεπε να ακολουθεί και να επιτάσσεται (α. «γίνεσαι [[Τούρκος]], Διάκο μου, την [[πίστη]] σου ν' αλλάξης;», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «οἵ οἱ [[πρόσθεν]] ἅμα τράφειν ἠδὲ γένοντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) <b>(λογ.)</b> [[συλλογισμός]] [[κατά]] τον οποίο λαμβάνεται ως [[αποδεικτικός]] [[λόγος]] μια [[πρόταση]] της οποίας η [[αλήθεια]] [[είναι]] [[επακολούθημα]] της αποδεικτέας πρότασης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πρωθυστέρως</i> και <i>πρωθύστερα</i> Ν<br />με πρωθύστερο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὕστερος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωθύστερος Medium diacritics: πρωθύστερος Low diacritics: πρωθύστερος Capitals: ΠΡΩΘΥΣΤΕΡΟΣ
Transliteration A: prōthýsteros Transliteration B: prōthysteros Transliteration C: prothysteros Beta Code: prwqu/steros

English (LSJ)

πρωθύστερον, hindmost foremost, last first, π. ὁ τρόπος Sch.E.Or.702: neut., = ὕστερον πρότερον, Sch.E.Ph.887, etc.

Greek (Liddell-Scott)

πρωθύστερος: -ον, ὁ ὕστερος πρῶτος, πρ. ὁ τρόπος Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 702· οὐδ. πρωθύστερον = ὕστερον πρότερον, σχῆμα λόγου καθ’ ὃ τὰ πρῶτα τάσσονται ὕστερα καὶ τἀνάπαλιν, Εὐρ. Φοίν. 887, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρωθύστερος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που προτάσσεται ενώ θα έπρεπε να επιτάσσεται, που τίθεται πρώτος ενώ θα έπρεπε να έπεται
2. φρ. «πρωθύστερο σχήμα» ή απλώς «το πρωθύστερο»
(ενν. σχήμα) γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο προτάσσεται ένας όρος ή μια πράξη που χρονικά και λογικά θα έπρεπε να ακολουθεί και να επιτάσσεται (α. «γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν' αλλάξης;», δημ. τραγούδι
β. «οἵ οἱ πρόσθεν ἅμα τράφειν ἠδὲ γένοντο», Ομ. Ιλ.)
β) (λογ.) συλλογισμός κατά τον οποίο λαμβάνεται ως αποδεικτικός λόγος μια πρόταση της οποίας η αλήθεια είναι επακολούθημα της αποδεικτέας πρότασης.
επίρρ...
πρωθυστέρως και πρωθύστερα Ν
με πρωθύστερο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + ὕστερος.