ὀκτάκωλος: Difference between revisions
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
(6_17) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ὀκτᾰ́κωλος | ||
|Medium diacritics=ὀκτάκωλος | |Medium diacritics=ὀκτάκωλος | ||
|Low diacritics=οκτάκωλος | |Low diacritics=οκτάκωλος | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oktakolos | |Transliteration C=oktakolos | ||
|Beta Code=o)kta/kwlos | |Beta Code=o)kta/kwlos | ||
|Definition= | |Definition=ὀκτάκωλον, [[of eight lines]], [[στροφή]] Sch. [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''565, Heph.''Poëm''.4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀκτάκωλος''': -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ὀκτὼ στίχων, στροφὴ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 565, Ἡφαιστ. ΙΙ. 8. 13. | |lstext='''ὀκτάκωλος''': -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ὀκτὼ στίχων, στροφὴ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 565, Ἡφαιστ. ΙΙ. 8. 13. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀκτάκωλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[στροφή]] ποιήματος) αυτή που αποτελείται από [[οκτώ]] στίχους<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από [[οκτώ]] κώλα, από [[οκτώ]] μέρη ή [[μέλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> [[κῶλον]] «[[τμήμα]] περιόδου ή στίχου»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:43, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀκτάκωλον, of eight lines, στροφή Sch. Ar.Ach.565, Heph.Poëm.4.
German (Pape)
[Seite 317] achtgliedrig, mit acht Absätzen, Schol. Ar. Ach. 558.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτάκωλος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ὀκτὼ στίχων, στροφὴ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 565, Ἡφαιστ. ΙΙ. 8. 13.
Greek Monolingual
ὀκτάκωλος, -ον (Α)
1. (για στροφή ποιήματος) αυτή που αποτελείται από οκτώ στίχους
2. αυτός που αποτελείται από οκτώ κώλα, από οκτώ μέρη ή μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + κῶλον «τμήμα περιόδου ή στίχου»].