ἀλυκτάζω: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt

Menander, Monostichoi, 114
(6_1)
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=alyktazo
|Transliteration C=alyktazo
|Beta Code=a)lukta/zw
|Beta Code=a)lukta/zw
|Definition=(v. <b class="b3">ἀλύω</b>) only impf., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wander distraught</b>, <span class="bibl">B.10.93</span>; <b class="b2">to be distressed</b>, <span class="bibl">Hdt.9.70</span>:—also ἀλυκτέω, <b class="b2">to be in distress, anguish</b>, <span class="bibl">Hp. <span class="title">Mul.</span>1.5</span>, cf. Erot., <span class="title">EM</span>71.38, Hsch., Suid.: aor. part. <b class="b3">ἀλυκτήσας</b> in act. sense, = [[θορυβήσας]], Hsch., <span class="title">EM</span>71.39; cf. [[ἀλαλύκτημαι]].</span>
|Definition=(v. [[ἀλύω]]) only impf., [[wander distraught]], B.10.93; to [[be distressed]], [[Herodotus|Hdt.]]9.70:—also [[ἀλυκτέω]], to [[be in distress]], [[anguish]], Hp. ''Mul.''1.5, cf. Erot., ''EM''71.38, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Suid.: aor. part. [[ἀλυκτήσας]] in act. sense, = [[θορυβήσας]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], ''EM''71.39; cf. [[ἀλαλύκτημαι]].
}}
{{DGE
|dgtxt=[[vagar enloquecido]] κατὰ δάσκιον ἠλύκταζον ὕλαν B.11.93, ἀλύκταζον ... πεφοβημένοι Hdt.9.70, cf. Hsch.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἀλύω]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0110.png Seite 110]] ([[ἀλύω]]), in Unruhe, Angst sein, Her. 9, 70.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0110.png Seite 110]] ([[ἀλύω]]), in Unruhe, Angst sein, Her. 9, 70.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf. ion.</i> ἀλύκταζον;<br />[[être agité]], [[inquiet]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀλύσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλυκτάζω:''' Her. = [[ἀλύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλυκτάζω''': (ἴδε ἐν λ. [[ἀλύω]]), μόνον κατὰ παρατ., εἶμαι ἐν θλίψει, Ἡρόδ. 9. 70. Τύπος τις ἀλυκτέω ἀναφέρεται παρ’ Ἡσυχ., ἐν Α. Β. 385. 13, Ἐτυμ. Μ. καὶ Σουΐδ. καὶ οὕτω διωρθώθη ἐν Ἱππ. 592. 36 ἀντὶ ἀλύει ὑπὸ τοῦ Littré (8. 30) ἐκ χειρογρ. καὶ τοῦ Ἐρωτ.: [[ὡσαύτως]] ἀόρ. μετοχ. ἀλυκτήσας μετ’ ἐνεργ. σημασίας, «ἀπειλήσας, θουρυβήσας», Ἡσύχ., Ἐτυμ. Μ. Ἐκ τούτου τοῦ ῥήματος παράγεται τὸ Ἐπικὸν [[ἀλαλύκτημαι]], ὃ ἴδε.
|lstext='''ἀλυκτάζω''': (ἴδε ἐν λ. [[ἀλύω]]), μόνον κατὰ παρατ., εἶμαι ἐν θλίψει, Ἡρόδ. 9. 70. Τύπος τις ἀλυκτέω ἀναφέρεται παρ’ Ἡσυχ., ἐν Α. Β. 385. 13, Ἐτυμ. Μ. καὶ Σουΐδ. καὶ οὕτω διωρθώθη ἐν Ἱππ. 592. 36 ἀντὶ ἀλύει ὑπὸ τοῦ Littré (8. 30) ἐκ χειρογρ. καὶ τοῦ Ἐρωτ.: [[ὡσαύτως]] ἀόρ. μετοχ. ἀλυκτήσας μετ’ ἐνεργ. σημασίας, «ἀπειλήσας, θουρυβήσας», Ἡσύχ., Ἐτυμ. Μ. Ἐκ τούτου τοῦ ῥήματος παράγεται τὸ Ἐπικὸν [[ἀλαλύκτημαι]], ὃ ἴδε.
}}
{{grml
|mltxt=και [[αλυκτώ]] (-έω) [[αλυκτώ]]<br /><b>1.</b> περιπλανιέμαι [[ανήσυχος]], φοβισμένος<br /><b>2.</b> [[πέφτω]] σε [[αγωνία]], [[αμηχανία]], [[απογοήτευση]]<br /><b>3.</b> [[φοβάμαι]], κρύβομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλυκτάζω:''' ([[ἀλύω]]), μόνο στον παρατ., βρίσκομαι σε [[θλίψη]], σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀλύω]] only in imperf.]<br />to be in [[distress]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλυκτάζω Medium diacritics: ἀλυκτάζω Low diacritics: αλυκτάζω Capitals: ΑΛΥΚΤΑΖΩ
Transliteration A: alyktázō Transliteration B: alyktazō Transliteration C: alyktazo Beta Code: a)lukta/zw

English (LSJ)

(v. ἀλύω) only impf., wander distraught, B.10.93; to be distressed, Hdt.9.70:—also ἀλυκτέω, to be in distress, anguish, Hp. Mul.1.5, cf. Erot., EM71.38, Hsch., Suid.: aor. part. ἀλυκτήσας in act. sense, = θορυβήσας, Hsch., EM71.39; cf. ἀλαλύκτημαι.

Spanish (DGE)

vagar enloquecido κατὰ δάσκιον ἠλύκταζον ὕλαν B.11.93, ἀλύκταζον ... πεφοβημένοι Hdt.9.70, cf. Hsch.
• Etimología: Cf. ἀλύω.

German (Pape)

[Seite 110] (ἀλύω), in Unruhe, Angst sein, Her. 9, 70.

French (Bailly abrégé)

impf. ion. ἀλύκταζον;
être agité, inquiet.
Étymologie: ἀλύσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀλυκτάζω: Her. = ἀλύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλυκτάζω: (ἴδε ἐν λ. ἀλύω), μόνον κατὰ παρατ., εἶμαι ἐν θλίψει, Ἡρόδ. 9. 70. Τύπος τις ἀλυκτέω ἀναφέρεται παρ’ Ἡσυχ., ἐν Α. Β. 385. 13, Ἐτυμ. Μ. καὶ Σουΐδ. καὶ οὕτω διωρθώθη ἐν Ἱππ. 592. 36 ἀντὶ ἀλύει ὑπὸ τοῦ Littré (8. 30) ἐκ χειρογρ. καὶ τοῦ Ἐρωτ.: ὡσαύτως ἀόρ. μετοχ. ἀλυκτήσας μετ’ ἐνεργ. σημασίας, «ἀπειλήσας, θουρυβήσας», Ἡσύχ., Ἐτυμ. Μ. Ἐκ τούτου τοῦ ῥήματος παράγεται τὸ Ἐπικὸν ἀλαλύκτημαι, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

και αλυκτώ (-έω) αλυκτώ
1. περιπλανιέμαι ανήσυχος, φοβισμένος
2. πέφτω σε αγωνία, αμηχανία, απογοήτευση
3. φοβάμαι, κρύβομαι.

Greek Monotonic

ἀλυκτάζω: (ἀλύω), μόνο στον παρατ., βρίσκομαι σε θλίψη, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἀλύω only in imperf.]
to be in distress, Hdt.