θαλασσόβιος: Difference between revisions

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes
(6_17)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=θαλασσόβιος
|Medium diacritics=θαλασσόβιος
|Low diacritics=θαλασσόβιος
|Capitals=ΘΑΛΑΣΣΟΒΙΟΣ
|Transliteration A=thalassóbios
|Transliteration B=thalassobios
|Transliteration C=thalassovios
|Beta Code=qalasso/bios
|Definition=v. [[θαλασσοβίωτος]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θαλασσόβιος''': -ον, ὁ ἐν τῇ θαλάσσῃ ζῶν, ἰχθύες Κωνστ. Μανασσ. Χρ. σ. 22.
|lstext='''θαλασσόβιος''': -ον, ὁ ἐν τῇ θαλάσσῃ ζῶν, ἰχθύες Κωνστ. Μανασσ. Χρ. σ. 22.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Μ [[θαλασσόβιος]], -ον)<br />αυτός που ζει στη [[θάλασσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εξασφαλίζει τα [[προς]] το ζην από τη [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> αυτός που αγαπά υπερβολικά τη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θαλασσο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> ([[βίος]])<br />[[πρβλ]]. [[κοινόβιος]], [[νυκτόβιος]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαλασσόβιος Medium diacritics: θαλασσόβιος Low diacritics: θαλασσόβιος Capitals: ΘΑΛΑΣΣΟΒΙΟΣ
Transliteration A: thalassóbios Transliteration B: thalassobios Transliteration C: thalassovios Beta Code: qalasso/bios

English (LSJ)

v. θαλασσοβίωτος.

Greek (Liddell-Scott)

θαλασσόβιος: -ον, ὁ ἐν τῇ θαλάσσῃ ζῶν, ἰχθύες Κωνστ. Μανασσ. Χρ. σ. 22.

Greek Monolingual

-α, -ο (Μ θαλασσόβιος, -ον)
αυτός που ζει στη θάλασσα
νεοελλ.
1. αυτός που εξασφαλίζει τα προς το ζην από τη θάλασσα
2. αυτός που αγαπά υπερβολικά τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -βιος (βίος)
πρβλ. κοινόβιος, νυκτόβιος].