θελξίπικρος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thelksipikros
|Transliteration C=thelksipikros
|Beta Code=qelci/pikros
|Beta Code=qelci/pikros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sweetly painful</b>, κνησμοναί <span class="title">App.Anth.</span>3.158.</span>
|Definition=θελξίπικρον, [[sweetly painful]], κνησμοναί ''App.Anth.''3.158.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1193.png Seite 1193]] [[κνησμονή]], schmerzhaft reizend, Ep. ad. 445 (App. 304).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1193.png Seite 1193]] [[κνησμονή]], schmerzhaft reizend, Ep. ad. 445 (App. 304).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[mêlé de douceur et d'amertume]].<br />'''Étymologie:''' [[θέλγω]], [[πικρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''θελξίπικρος:''' мучительно-приятный ([[κνησμονή]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θελξίπικρος''': -ον, προξενῶν ἡδονὴν [[μετὰ]] πικρίας, κνησμονὴ Ἀνθ. Π. παράρτ. 304, ὡς τὸ [[γλυκύπικρος]].
|lstext='''θελξίπικρος''': -ον, προξενῶν ἡδονὴν μετὰ πικρίας, κνησμονὴ Ἀνθ. Π. παράρτ. 304, ὡς τὸ [[γλυκύπικρος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θελξίπικρος]], -ον (Α)<br />αυτός που θέλγει, που ευχαριστεί με τον πόνο, με την [[πικρία]], που προξενεί [[ηδονή]] με [[πικρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θελξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[θέλγω]]) <span style="color: red;">+</span> [[πικρός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θελξίπικρος:''' ον, ο γλυκά [[επώδυνος]], σε Ανθ. Π.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θελξί-πικρος, ον<br />[[sweetly]] [[painful]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θελξῐπικρος Medium diacritics: θελξίπικρος Low diacritics: θελξίπικρος Capitals: ΘΕΛΞΙΠΙΚΡΟΣ
Transliteration A: thelxípikros Transliteration B: thelxipikros Transliteration C: thelksipikros Beta Code: qelci/pikros

English (LSJ)

θελξίπικρον, sweetly painful, κνησμοναί App.Anth.3.158.

German (Pape)

[Seite 1193] κνησμονή, schmerzhaft reizend, Ep. ad. 445 (App. 304).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mêlé de douceur et d'amertume.
Étymologie: θέλγω, πικρός.

Russian (Dvoretsky)

θελξίπικρος: мучительно-приятный (κνησμονή Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

θελξίπικρος: -ον, προξενῶν ἡδονὴν μετὰ πικρίας, κνησμονὴ Ἀνθ. Π. παράρτ. 304, ὡς τὸ γλυκύπικρος.

Greek Monolingual

θελξίπικρος, -ον (Α)
αυτός που θέλγει, που ευχαριστεί με τον πόνο, με την πικρία, που προξενεί ηδονή με πικρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι- (< θέλγω) + πικρός.

Greek Monotonic

θελξίπικρος: ον, ο γλυκά επώδυνος, σε Ανθ. Π.

Middle Liddell

θελξί-πικρος, ον
sweetly painful, Anth.