συναπολαύω: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(6_13a) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synapolayo | |Transliteration C=synapolayo | ||
|Beta Code=sunapolau/w | |Beta Code=sunapolau/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[share in the enjoyment]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''623a24, ''EE''1244b18; τινος of a thing, [[Diodorus Siculus|D.S.]] 9.20, Luc.''Musc.Enc.''8, Diog.Oen.1, ''Supp.Epigr.''4.259 (Panamara); τινι [[with]] a person, Them.''Or.''4.57d, etc.<br><span class="bld">2</span> [[share in the good or evil of]]... τὸ ἀσύμμετρον.. οὐ σ. τῶν μερῶν Arist.''Pr.''883a15; in bad sense, <b class="b3">αἱ στάσεις συναπολαύειν ποιοῦσι τὴν ὅλην πόλιν</b> make it [[suffer with them]], Id.''Pol.''1303b32; <b class="b3">σ. νόσου, τοῦ κακοῦ</b>, Them.''Or.''1.7b, Max. Tyr.18.9; τῆς ἀναθυμιάσεως Gal.18(2).74; cf. [[ἀπολαύω]] II.1.<br><span class="bld">3</span> simply, [[share in]], [[have somewhat of]], τινος [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 6.8.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1002.png Seite 1002]] mit davon genießen, Nutzen oder Schaden haben; Arist. eth. eud. 7, 12 probl. 5, 22; Luc. musc. enc. 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1002.png Seite 1002]] mit davon genießen, Nutzen oder Schaden haben; Arist. eth. eud. 7, 12 probl. 5, 22; Luc. musc. enc. 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=participer à la jouissance de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπολαύω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-απολαύω samen (met...) genieten (van), met dat. van persoon, met gen. van zaak. mede de (negatieve) gevolgen ervaren, mede onder iets te lijden hebben. Aristot. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συναπολαύω:''' (fut. συναπολαύσομαι) совместно пользоваться, принимать участие, участвовать Arst., Plut.: σ. πάντων Luc. иметь долю во всем; σ. ποιεῖν τὴν ὅλην πόλιν Arst. вовлекать (т. е. заставлять страдать) все государство. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συναπολαύω''': μέλλ. -σομαι, [[μετέχω]] τῆς ἀπολαύσεώς τινος, [[ἀπολαύω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 5, Ἠθικ. Εὐδήμ. 7. 12, 4· τινὸς Διοδ. Ἐκλογ. σ. 22 Mai, Λουκ., κλπ.· τινί, μετά τινος (ἐπὶ προσώπου), Θεμίστ. 57D, κτλ. 2) [[μετέχω]] τοῦ ἀγαθοῦ ἢ τοῦ κακοῦ πράγματός τινος, τὸ ἀσύμμετρον... οὐ σ. τῶν μερῶν Ἀριστ. Προβλ. 5. 22, 1· [[ὅλως]] ἐπὶ κακῆς σημασίας, αἱ στάσεις συναπολαύειν ποιοῦσι τὴν ὅλην πόλιν, κάμνουσι τὴν πόλιν νὰ πάσχῃ μετ’ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 5. 4, 4· σ. νόσου, κακοῦ Θεμίστ., κλπ.· πρβλ. [[ἀπολαύω]] Ι. 3. 3) [[ἁπλῶς]] [[μετέχω]], τινὸς Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 8, 3. | |lstext='''συναπολαύω''': μέλλ. -σομαι, [[μετέχω]] τῆς ἀπολαύσεώς τινος, [[ἀπολαύω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 5, Ἠθικ. Εὐδήμ. 7. 12, 4· τινὸς Διοδ. Ἐκλογ. σ. 22 Mai, Λουκ., κλπ.· τινί, μετά τινος (ἐπὶ προσώπου), Θεμίστ. 57D, κτλ. 2) [[μετέχω]] τοῦ ἀγαθοῦ ἢ τοῦ κακοῦ πράγματός τινος, τὸ ἀσύμμετρον... οὐ σ. τῶν μερῶν Ἀριστ. Προβλ. 5. 22, 1· [[ὅλως]] ἐπὶ κακῆς σημασίας, αἱ στάσεις συναπολαύειν ποιοῦσι τὴν ὅλην πόλιν, κάμνουσι τὴν πόλιν νὰ πάσχῃ μετ’ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 5. 4, 4· σ. νόσου, κακοῦ Θεμίστ., κλπ.· πρβλ. [[ἀπολαύω]] Ι. 3. 3) [[ἁπλῶς]] [[μετέχω]], τινὸς Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 8, 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[ἀπολαύω]]<br /><b>1.</b> [[απολαμβάνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον («ἐργάζεται... ἡ θήλεια, ὁ δ' [[ἄρρην]] συναπολαύει», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μετέχω]] σε [[κάτι]] καλό ή [[κακό]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>3.</b> ([[απλώς]]) [[μετέχω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:42, 27 March 2024
English (LSJ)
A share in the enjoyment, Arist.HA623a24, EE1244b18; τινος of a thing, D.S. 9.20, Luc.Musc.Enc.8, Diog.Oen.1, Supp.Epigr.4.259 (Panamara); τινι with a person, Them.Or.4.57d, etc.
2 share in the good or evil of... τὸ ἀσύμμετρον.. οὐ σ. τῶν μερῶν Arist.Pr.883a15; in bad sense, αἱ στάσεις συναπολαύειν ποιοῦσι τὴν ὅλην πόλιν make it suffer with them, Id.Pol.1303b32; σ. νόσου, τοῦ κακοῦ, Them.Or.1.7b, Max. Tyr.18.9; τῆς ἀναθυμιάσεως Gal.18(2).74; cf. ἀπολαύω II.1.
3 simply, share in, have somewhat of, τινος Thphr. CP 6.8.3.
German (Pape)
[Seite 1002] mit davon genießen, Nutzen oder Schaden haben; Arist. eth. eud. 7, 12 probl. 5, 22; Luc. musc. enc. 8.
French (Bailly abrégé)
participer à la jouissance de, gén..
Étymologie: σύν, ἀπολαύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-απολαύω samen (met...) genieten (van), met dat. van persoon, met gen. van zaak. mede de (negatieve) gevolgen ervaren, mede onder iets te lijden hebben. Aristot.
Russian (Dvoretsky)
συναπολαύω: (fut. συναπολαύσομαι) совместно пользоваться, принимать участие, участвовать Arst., Plut.: σ. πάντων Luc. иметь долю во всем; σ. ποιεῖν τὴν ὅλην πόλιν Arst. вовлекать (т. е. заставлять страдать) все государство.
Greek (Liddell-Scott)
συναπολαύω: μέλλ. -σομαι, μετέχω τῆς ἀπολαύσεώς τινος, ἀπολαύω ὁμοῦ μετά τινος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 5, Ἠθικ. Εὐδήμ. 7. 12, 4· τινὸς Διοδ. Ἐκλογ. σ. 22 Mai, Λουκ., κλπ.· τινί, μετά τινος (ἐπὶ προσώπου), Θεμίστ. 57D, κτλ. 2) μετέχω τοῦ ἀγαθοῦ ἢ τοῦ κακοῦ πράγματός τινος, τὸ ἀσύμμετρον... οὐ σ. τῶν μερῶν Ἀριστ. Προβλ. 5. 22, 1· ὅλως ἐπὶ κακῆς σημασίας, αἱ στάσεις συναπολαύειν ποιοῦσι τὴν ὅλην πόλιν, κάμνουσι τὴν πόλιν νὰ πάσχῃ μετ’ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 5. 4, 4· σ. νόσου, κακοῦ Θεμίστ., κλπ.· πρβλ. ἀπολαύω Ι. 3. 3) ἁπλῶς μετέχω, τινὸς Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 8, 3.
Greek Monolingual
Α ἀπολαύω
1. απολαμβάνω κάτι μαζί με άλλον («ἐργάζεται... ἡ θήλεια, ὁ δ' ἄρρην συναπολαύει», Αριστοτ.)
2. μετέχω σε κάτι καλό ή κακό μαζί με άλλον
3. (απλώς) μετέχω.