νεόφονος: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neofonos
|Transliteration C=neofonos
|Beta Code=neo/fonos
|Beta Code=neo/fonos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">lately killed</b>: ν. αἷμα <b class="b2">freshshed</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>1172</span>.</span>
|Definition=νεόφονον, [[lately killed]]: ν. αἷμα [[freshshed]], E.''El.''1172.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0245.png Seite 245]] frisch, eben erst getödtet, μητρὸς νεοφόνοις ἐν αἵμασι, für νεοφόνου, Eur. El. 1172.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0245.png Seite 245]] frisch, eben erst getödtet, μητρὸς νεοφόνοις ἐν αἵμασι, für νεοφόνου, Eur. El. 1172.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[tué récemment]].<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[πεφνεῖν]].
}}
{{elru
|elrutext='''νεόφονος:''' [[только что убитый]]: μητρὸς νεοφόνοις ἐν αἵμασι (= ἐν αἵμασι μητρὸς νεοφόνου) Eur. в крови только что убитой матери (Клитемнестры).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νεόφονος''': -ον, ὁ πρὸ μικροῦ φονευθείς, ν. [[αἷμα]], [[ἀρτίως]] χυθέν, Εὐρ. Ἠλ. 1172.
|lstext='''νεόφονος''': -ον, ὁ πρὸ μικροῦ φονευθείς, ν. [[αἷμα]], [[ἀρτίως]] χυθέν, Εὐρ. Ἠλ. 1172.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεόφονος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που φονεύθηκε [[πριν]] από λίγο<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει σε φόνο που έγινε πρόσφατα («μητρὸς νεοφόνοις ἐν αἵμασι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[θείνω]] «[[σκοτώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αρτί</i>-<i>φονος</i>, [[μελισσόφονος]]. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεόφονος:''' -ον, λέγεται για φρεσκοχυμένο [[αίμα]], σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νεό-φονος, ον,<br />of [[blood]], [[fresh]]-[[shed]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 11:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόφονος Medium diacritics: νεόφονος Low diacritics: νεόφονος Capitals: ΝΕΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: neóphonos Transliteration B: neophonos Transliteration C: neofonos Beta Code: neo/fonos

English (LSJ)

νεόφονον, lately killed: ν. αἷμα freshshed, E.El.1172.

German (Pape)

[Seite 245] frisch, eben erst getödtet, μητρὸς νεοφόνοις ἐν αἵμασι, für νεοφόνου, Eur. El. 1172.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tué récemment.
Étymologie: νέος, πεφνεῖν.

Russian (Dvoretsky)

νεόφονος: только что убитый: μητρὸς νεοφόνοις ἐν αἵμασι (= ἐν αἵμασι μητρὸς νεοφόνου) Eur. в крови только что убитой матери (Клитемнестры).

Greek (Liddell-Scott)

νεόφονος: -ον, ὁ πρὸ μικροῦ φονευθείς, ν. αἷμα, ἀρτίως χυθέν, Εὐρ. Ἠλ. 1172.

Greek Monolingual

νεόφονος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που φονεύθηκε πριν από λίγο
2. αυτός που ανήκει σε φόνο που έγινε πρόσφατα («μητρὸς νεοφόνοις ἐν αἵμασι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + φόνος (< θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. αρτί-φονος, μελισσόφονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].

Greek Monotonic

νεόφονος: -ον, λέγεται για φρεσκοχυμένο αίμα, σε Ευρ.

Middle Liddell

νεό-φονος, ον,
of blood, fresh-shed, Eur.