στυφελιγμός: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
(6_15) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=styfeligmos | |Transliteration C=styfeligmos | ||
|Beta Code=stufeligmo/s | |Beta Code=stufeligmo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[ill-usage]], [[abuse]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''537 (pl.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0959.png Seite 959]] ὁ, = [[στυφελισμός]], Ar. Equ. 535 ὀργὰς ὑμῶν ἠνέσχετο καὶ στυφελιγμούς, Schol. λοιδορίαι, ὕβρεις. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0959.png Seite 959]] ὁ, = [[στυφελισμός]], Ar. Equ. 535 ὀργὰς ὑμῶν ἠνέσχετο καὶ στυφελιγμούς, Schol. λοιδορίαι, ὕβρεις. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[mauvais traitement]].<br />'''Étymologie:''' [[στυφελίζω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στυφελιγμός -οῦ, ὁ [στυφελίζω] [[mishandeling]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στῠφελιγμός:''' ὁ [[жестокое обращение]], [[побои]] Arph. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[στυφελισμός]], ὁ, Α [[στυφελίζω]]<br />υβριστική και προσβλητική [[διαγωγή]], ταπεινωτική [[συμπεριφορά]], [[κακομεταχείριση]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στῠφελιγμός:''' ὁ, κακή [[χρήση]], [[κατάχρηση]], [[κακοποίηση]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στῡφελιγμός''': ὁ, κακὴ [[χρῆσις]], [[κατάχρησις]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 537 (κατὰ τὸ Ραβ. Ἀντίγραφον· κοινῶς -ισμός). | |lstext='''στῡφελιγμός''': ὁ, κακὴ [[χρῆσις]], [[κατάχρησις]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 537 (κατὰ τὸ Ραβ. Ἀντίγραφον· κοινῶς -ισμός). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=στῠφελιγμός, οῦ, ὁ,<br />ill-[[usage]], [[abuse]], Ar. [from στῠφελός] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:17, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, ill-usage, abuse, Ar.Eq.537 (pl.).
German (Pape)
[Seite 959] ὁ, = στυφελισμός, Ar. Equ. 535 ὀργὰς ὑμῶν ἠνέσχετο καὶ στυφελιγμούς, Schol. λοιδορίαι, ὕβρεις.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
mauvais traitement.
Étymologie: στυφελίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στυφελιγμός -οῦ, ὁ [στυφελίζω] mishandeling.
Russian (Dvoretsky)
στῠφελιγμός: ὁ жестокое обращение, побои Arph.
Greek Monolingual
και στυφελισμός, ὁ, Α στυφελίζω
υβριστική και προσβλητική διαγωγή, ταπεινωτική συμπεριφορά, κακομεταχείριση.
Greek Monotonic
στῠφελιγμός: ὁ, κακή χρήση, κατάχρηση, κακοποίηση, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
στῡφελιγμός: ὁ, κακὴ χρῆσις, κατάχρησις, Ἀριστοφ. Ἱππ. 537 (κατὰ τὸ Ραβ. Ἀντίγραφον· κοινῶς -ισμός).