κατακαίνω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
(6_2)
m (Text replacement - "S.''Ant.''" to "S.''Ant.''")
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katakaino
|Transliteration C=katakaino
|Beta Code=katakai/nw
|Beta Code=katakai/nw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[κατακτείνω]], <b class="b2">kill</b>, in early writers in aor. 2 <b class="b3">κατέκανον</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>4.6.5</span> (v.l. [[-καίνων]]), <span class="bibl"><span class="title">An.</span>3.2.12</span>; 3sg. subj. κατακάνῃ Anon. in<span class="bibl"><span class="title">PSI</span>9.1091.4</span>; <b class="b3">κατέκανον</b> (for <b class="b3">-έκτανον</b>) is required by the metre in <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>1340</span>: pf. part. <b class="b3">-κεκονότες</b> (cf. [[καίνω]]) shd. be read in <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span> 7.6.36</span>: pres. in later Prose, <span class="bibl">Parth.7.2</span>, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Ind.</span>11.10</span>, <span class="bibl">App.<span class="title">Pun.</span>1</span>, <span class="bibl">Eun.<span class="title">Hist.</span>p.212D.</span>; Hsch. has <b class="b3">κατακαινιῶ· ἀποκτενῶ</b> (fort. leg. <b class="b3">κατακενίω</b>, Dor. fut.).</span>
|Definition== [[κατακτείνω]], [[kill]], in early writers in aor. 2 [[κατέκανον]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''4.6.5 ([[varia lectio|v.l.]] [[κατακαίνων]]), ''An.''3.2.12; 3sg. subj. κατακάνῃ Anon. in''PSI''9.1091.4; [[κατέκανον]] (for <b class="b3κατέκτανον</b>) is required by the metre in [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''1340: pf. part. <b class="b3">κατακεκονότες</b> (cf. [[καίνω]]) should be read in X.''An.'' 7.6.36: pres. in later Prose, Parth.7.2, Arr.''Ind.''11.10, App.''Pun.''1, Eun.''Hist.''p.212D.; [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] has κατακαινιῶ· ἀποκτενῶ (fort. leg. [[κατακενίω]], Dor. fut.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1351.png Seite 1351]] = [[κατακτείνω]]; Sp., wie Parthen. 7 App. Hisp. 35; bei Soph. Ant. 1321 ist κατέκανον emend. für κατέκτανον des Metrums wegen; dieser aor. steht auch bei Xen. einigemal, gewöhnlich mit der v. l. κατέκτανον, s. [[κατακτείνω]]; κατακάνοιεν An. 3, 2, 12, κατακανών Cyr. 4, 6, 5; κατακεκανότες bessere Lesart für κατακανόντες An. 7, 6, 36.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1351.png Seite 1351]] = [[κατακτείνω]]; Sp., wie Parthen. 7 App. Hisp. 35; bei Soph. Ant. 1321 ist κατέκανον emend. für κατέκτανον des Metrums wegen; dieser aor. steht auch bei Xen. einigemal, gewöhnlich mit der [[varia lectio|v.l.]] κατέκτανον, s. [[κατακτείνω]]; κατακάνοιεν An. 3, 2, 12, κατακανών Cyr. 4, 6, 5; κατακεκανότες bessere Lesart für κατακανόντες An. 7, 6, 36.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> [[κατέκανον]], <i>inf. dor.</i> [[κακκανῆν]] <i>p.</i> κατακανεῖν, <i>part. pf. pl.</i> [[κατακεκανότες]];<br />[[tuer]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[καίνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-καίνω doden:. σέ τ’ οὐχ ἑκὼν κατέκανον ik heb jou niet uit vrije wil gedood Soph. Ant. 1340.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακαίνω:''' (только aor. 2 κατέκᾰνον, inf. κατακανεῖν - дор. [[κακκανῆν]], part. pf. pl. κατακεκονότες - [[varia lectio|v.l.]] κατακανόντες) Xen., Soph. = [[κατακτείνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακαίνω''': [[κατακτείνω]], «κατακαίνειν, ἀναιρεῖν, φονεύειν» Σουΐδ., εὔχρηστον [[μάλιστα]] ἐν τῷ ἀορ. β΄ κατέκανον (ὁ τετελ. μέλλ., ἄνδρα κατακεκονότες ἔσεσθε ἐν Ξεν. Ἀν. 7. 6, 36), συχνὸν παρὰ Ξεν. καὶ μεταγενεστ., Λ. Δινδ. εἰς Ἀν. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ 1. 6, 2· κατέκανον (ἢ κατὰ Ἔρμαννον κάκτανον) ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]] ἐν Σοφ. Ἀντ. 1340· κατακανὼν Ἐπιστ. π. Κορ. ε΄, 6, 5· ὁ ἐνεστὼς ἀπαντᾷ παρ’ Ἀρρ. ἐν Ἰνδ. 11. 10, Παρθεν. 7. 24, Διόδ. 1. 89. Πρβλ. [[καταξαίνω]].
|lstext='''κατακαίνω''': [[κατακτείνω]], «κατακαίνειν, ἀναιρεῖν, φονεύειν» Σουΐδ., εὔχρηστον [[μάλιστα]] ἐν τῷ ἀορ. β΄ κατέκανον (ὁ τετελ. μέλλ., ἄνδρα κατακεκονότες ἔσεσθε ἐν Ξεν. Ἀν. 7. 6, 36), συχνὸν παρὰ Ξεν. καὶ μεταγενεστ., Λ. Δινδ. εἰς Ἀν. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ 1. 6, 2· κατέκανον (ἢ κατὰ Ἔρμαννον κάκτανον) ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]] ἐν Σοφ. Ἀντ. 1340· κατακανὼν Ἐπιστ. π. Κορ. ε΄, 6, 5· ὁ ἐνεστὼς ἀπαντᾷ παρ’ Ἀρρ. ἐν Ἰνδ. 11. 10, Παρθεν. 7. 24, Διόδ. 1. 89. Πρβλ. [[καταξαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατακαίνω]] (Α)<br />[[κατακτείνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καίνω]] «[[φονεύω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατακαίνω:''' = [[κατακτείνω]], μόνο σε αόρ. βʹ [[κατέκανον]], σε Ξεν.
}}
}}

Latest revision as of 07:32, 13 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακαίνω Medium diacritics: κατακαίνω Low diacritics: κατακαίνω Capitals: ΚΑΤΑΚΑΙΝΩ
Transliteration A: katakaínō Transliteration B: katakainō Transliteration C: katakaino Beta Code: katakai/nw

English (LSJ)

= κατακτείνω, kill, in early writers in aor. 2 κατέκανον, X.Cyr.4.6.5 (v.l. κατακαίνων), An.3.2.12; 3sg. subj. κατακάνῃ Anon. inPSI9.1091.4; κατέκανον (for <b class="b3κατέκτανον) is required by the metre in S.Ant.1340: pf. part. κατακεκονότες (cf. καίνω) should be read in X.An. 7.6.36: pres. in later Prose, Parth.7.2, Arr.Ind.11.10, App.Pun.1, Eun.Hist.p.212D.; Hsch. has κατακαινιῶ· ἀποκτενῶ (fort. leg. κατακενίω, Dor. fut.).

German (Pape)

[Seite 1351] = κατακτείνω; Sp., wie Parthen. 7 App. Hisp. 35; bei Soph. Ant. 1321 ist κατέκανον emend. für κατέκτανον des Metrums wegen; dieser aor. steht auch bei Xen. einigemal, gewöhnlich mit der v.l. κατέκτανον, s. κατακτείνω; κατακάνοιεν An. 3, 2, 12, κατακανών Cyr. 4, 6, 5; κατακεκανότες bessere Lesart für κατακανόντες An. 7, 6, 36.

French (Bailly abrégé)

ao.2 κατέκανον, inf. dor. κακκανῆν p. κατακανεῖν, part. pf. pl. κατακεκανότες;
tuer.
Étymologie: κατά, καίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-καίνω doden:. σέ τ’ οὐχ ἑκὼν κατέκανον ik heb jou niet uit vrije wil gedood Soph. Ant. 1340.

Russian (Dvoretsky)

κατακαίνω: (только aor. 2 κατέκᾰνον, inf. κατακανεῖν - дор. κακκανῆν, part. pf. pl. κατακεκονότες - v.l. κατακανόντες) Xen., Soph. = κατακτείνω.

Greek (Liddell-Scott)

κατακαίνω: κατακτείνω, «κατακαίνειν, ἀναιρεῖν, φονεύειν» Σουΐδ., εὔχρηστον μάλιστα ἐν τῷ ἀορ. β΄ κατέκανον (ὁ τετελ. μέλλ., ἄνδρα κατακεκονότες ἔσεσθε ἐν Ξεν. Ἀν. 7. 6, 36), συχνὸν παρὰ Ξεν. καὶ μεταγενεστ., Λ. Δινδ. εἰς Ἀν. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ 1. 6, 2· κατέκανον (ἢ κατὰ Ἔρμαννον κάκτανον) ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον ἐν Σοφ. Ἀντ. 1340· κατακανὼν Ἐπιστ. π. Κορ. ε΄, 6, 5· ὁ ἐνεστὼς ἀπαντᾷ παρ’ Ἀρρ. ἐν Ἰνδ. 11. 10, Παρθεν. 7. 24, Διόδ. 1. 89. Πρβλ. καταξαίνω.

Greek Monolingual

κατακαίνω (Α)
κατακτείνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + καίνω «φονεύω»].

Greek Monotonic

κατακαίνω: = κατακτείνω, μόνο σε αόρ. βʹ κατέκανον, σε Ξεν.