πρωτοπαθής: Difference between revisions

From LSJ

Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς προσδέχου συμβουλίαν → Tu non nisi a prudente consilium pete → Von einem weisen Mann nur nimm Beratung an

Menander, Monostichoi, 476
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=protopathis
|Transliteration C=protopathis
|Beta Code=prwtopaqh/s
|Beta Code=prwtopaqh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">affected first</b>, ἀήρ <span class="bibl">Eust.41.22</span>. Adv. <b class="b3">-θῶς</b>, f.l. for [[ἀνθρωποπ-]] in <span class="bibl">Id.38.8</span>.</span>
|Definition=πρωτοπαθές, [[affected first]], ἀήρ Eust.41.22. Adv. [[πρωτοπαθῶς]], [[falsa lectio|f.l.]] for [[ἀνθρωποπαθής]] in Id.38.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρωτοπᾰθής''': -ές, ὁ αἰσθανόμενος πρῶτον, Εὐστ. 41. 22. ‒ Ἐπίρρ. -θῶς.
|lstext='''πρωτοπᾰθής''': -ές, ὁ αἰσθανόμενος πρῶτον, Εὐστ. 41. 22. ‒ Ἐπίρρ. -θῶς.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜ, και πρωτόπαθος, -η, -ο, Ν<br />αυτός που [[πρώτος]] ή για πρώτη [[φορά]] παθαίνει, υφίσταται ή αισθάνεται [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> (για νόσο, [[σύμπτωμα]] ή [[ανωμαλία]]) αυτός που αποτελεί την πρώτη, αρχική, άμεση παθολογική [[εκδήλωση]] και όχι [[συνέχεια]] ή [[συνέπεια]] άλλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> / -<i>παθος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), [[πρβλ]] <i>ομοιο</i>-<i>παθής</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτοπαθής Medium diacritics: πρωτοπαθής Low diacritics: πρωτοπαθής Capitals: ΠΡΩΤΟΠΑΘΗΣ
Transliteration A: prōtopathḗs Transliteration B: prōtopathēs Transliteration C: protopathis Beta Code: prwtopaqh/s

English (LSJ)

πρωτοπαθές, affected first, ἀήρ Eust.41.22. Adv. πρωτοπαθῶς, f.l. for ἀνθρωποπαθής in Id.38.8.

German (Pape)

[Seite 805] ές, zuerst leidend, Clem. Al. u. a. Sp., bes. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτοπᾰθής: -ές, ὁ αἰσθανόμενος πρῶτον, Εὐστ. 41. 22. ‒ Ἐπίρρ. -θῶς.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜ, και πρωτόπαθος, -η, -ο, Ν
αυτός που πρώτος ή για πρώτη φορά παθαίνει, υφίσταται ή αισθάνεται κάτι
νεοελλ.
ιατρ. (για νόσο, σύμπτωμα ή ανωμαλία) αυτός που αποτελεί την πρώτη, αρχική, άμεση παθολογική εκδήλωση και όχι συνέχεια ή συνέπεια άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -παθής / -παθος (< πάθος), πρβλ ομοιο-παθής].