πιτυλίζω: Difference between revisions
Ἡ γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache
(6_22) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pitylizo | |Transliteration C=pitylizo | ||
|Beta Code=pituli/zw | |Beta Code=pituli/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[practise regular swinging of the arms]], as with dumb-bells, Gal.6.133, 144.<br><span class="bld">2</span> [[dart about]], ἰχθύων γένεσιν ἐν κολύμβοις -ίζουσαν Anon. ap. Suid. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῐτῠλίζω''': ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πιτσυλίζω», πιτυλίζειν [[γάλα]] ἐν φύλλοις μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱππ. ΙΙ. κινῶ κανονικῶς [[χάριν]] γυμνάσεως τὰς χεῖράς μου ὡς οἱ κωπηλατοῦντες, καὶ ὡς νῦν οἱ ἀσκούμενοι διὰ σιδηρῶν βαρῶν ἢ κορυνῶν, Γαλην. Ὑγιεινῶν 2 [10]: ― [[ἐντεῦθεν]] πῐτύλισμα, τό, πᾶσα ταχεῖα καὶ κανονικὴ [[κίνησις]], [[φορά]], διάφ. γραφ. ἀντὶ πύτισμα, Ἰουβεν. 11. 173. | |lstext='''πῐτῠλίζω''': ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πιτσυλίζω», πιτυλίζειν [[γάλα]] ἐν φύλλοις μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱππ. ΙΙ. κινῶ κανονικῶς [[χάριν]] γυμνάσεως τὰς χεῖράς μου ὡς οἱ κωπηλατοῦντες, καὶ ὡς νῦν οἱ ἀσκούμενοι διὰ σιδηρῶν βαρῶν ἢ κορυνῶν, Γαλην. Ὑγιεινῶν 2 [10]: ― [[ἐντεῦθεν]] πῐτύλισμα, τό, πᾶσα ταχεῖα καὶ κανονικὴ [[κίνησις]], [[φορά]], διάφ. γραφ. ἀντὶ πύτισμα, Ἰουβεν. 11. 173. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[πίτυλος]]<br /><b>1.</b> [[εκτελώ]] κανονικές, ρυθμικές κινήσεις όπως οι κωπηλάτες ή αυτοί που ασκούνται με βάρη ή με κορύνες<br /><b>2.</b> [[ρίχνω]], [[εκσφενδονίζω]] [[υγρό]] εδώ κι [[εκεί]], [[ολόγυρα]], [[πιτσυλίζω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:14, 25 August 2023
English (LSJ)
A practise regular swinging of the arms, as with dumb-bells, Gal.6.133, 144.
2 dart about, ἰχθύων γένεσιν ἐν κολύμβοις -ίζουσαν Anon. ap. Suid.
German (Pape)
[Seite 622] = πιτυλεύω, bes. in der Fechtkunst von einer schnellen Bewegung der Hände; Schol. Ar. Vesp. 678 u. Suid.; Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
πῐτῠλίζω: ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πιτσυλίζω», πιτυλίζειν γάλα ἐν φύλλοις μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱππ. ΙΙ. κινῶ κανονικῶς χάριν γυμνάσεως τὰς χεῖράς μου ὡς οἱ κωπηλατοῦντες, καὶ ὡς νῦν οἱ ἀσκούμενοι διὰ σιδηρῶν βαρῶν ἢ κορυνῶν, Γαλην. Ὑγιεινῶν 2 [10]: ― ἐντεῦθεν πῐτύλισμα, τό, πᾶσα ταχεῖα καὶ κανονικὴ κίνησις, φορά, διάφ. γραφ. ἀντὶ πύτισμα, Ἰουβεν. 11. 173.
Greek Monolingual
Α πίτυλος
1. εκτελώ κανονικές, ρυθμικές κινήσεις όπως οι κωπηλάτες ή αυτοί που ασκούνται με βάρη ή με κορύνες
2. ρίχνω, εκσφενδονίζω υγρό εδώ κι εκεί, ολόγυρα, πιτσυλίζω.