δυσαντίβλεπτος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ᾽ ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις πορθεῖ, τόδ᾽ ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων → Nothing has harmed humans more than the evil of money – money it is which destroys cities, money it is which drives people from their homes

Sophocles, Antigone, 295-297
(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dysantivleptos
|Transliteration C=dysantivleptos
|Beta Code=dusanti/bleptos
|Beta Code=dusanti/bleptos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hard to look in the face</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Marc.</span>23</span>; -βλεπτον στίλβειν ἀπὸ τῶν ὀμμάτων <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>20</span>; <b class="b2">hard to face</b>, ἀπορία χαλεπωτάτη καὶ δ. <span class="bibl">Syrian. <span class="title">in Metaph.</span>178.30</span>; <b class="b2">hard to vie with</b>, Philostr. Jun.<span class="title">Im.Praef.</span>; ὠφέλεια Agathin. ap. <span class="bibl">Orib.10.7.6</span>.</span>
|Definition=δυσαντίβλεπτον, [[hard to look in the face]], Plu.''Marc.''23; -βλεπτον στίλβειν ἀπὸ τῶν ὀμμάτων Corn.''ND''20; [[hard to face]], ἀπορία χαλεπωτάτη καὶ δ. Syrian. ''in Metaph.''178.30; [[hard to vie with]], Philostr. Jun.''Im.Praef.''; ὠφέλεια Agathin. ap. Orib.10.7.6.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de mirar cara a cara]] τὸ ἐν τοῖς ὅπλοις ἀνυπόστατον ἔτι μᾶλλον ἐν τῇ περιπορφύρῳ ... ἡγοῦντο ... δυσαντίβλεπτον Plu.<i>Marc</i>.23<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. δ. στίλβειν ἀπὸ τῶν ὀμμάτων de las fieras, Corn.<i>ND</i> 20<br /><b class="num"></b>fig. [[difícil de afrontar]] [[ἀπορία]] Syrian.<i>in Metaph</i>.178.30.<br /><b class="num">2</b> [[con lo que es difícil competir]], [[difícil de igualar]] τὸ μέγεθος τῆς ... ὠφελείας Agathin. en Orib.10.7.6, cf. Plu.2.530e, τὸ πρεσβύτερον ref. al arte antiguo, Philostr.Iun.<i>Im</i>.proem.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0676.png Seite 676]] den man (aus Furcht) nicht ansehen kann; neben [[φοβερός]] Plut. Marcell. 23, u. a. Sp.; auch = mit dem man sich schwer vergleichen kann.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0676.png Seite 676]] den man (aus Furcht) nicht ansehen kann; neben [[φοβερός]] Plut. Marcell. 23, u. a. Sp.; auch = mit dem man sich schwer vergleichen kann.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qu'on n'ose regarder en face]], [[terrible]].<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[ἀντιβλέπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσαντίβλεπτος:''' [[страшный на вид]] (φοβερὸς καὶ δ. Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσαντίβλεπτος''': -ον, ὃν δύσκολον [[εἶναι]] νὰ ἴδῃ τις κατὰ [[πρόσωπον]], Πλούτ. Μαρκ. 23· ‒ πρὸς ὃν δύσκολον [[εἶναι]] νἀ διαγωνισθῇ τις ἢ συγκριθῇ, Φιλόστρ. 861.
|lstext='''δυσαντίβλεπτος''': -ον, ὃν δύσκολον [[εἶναι]] νὰ ἴδῃ τις κατὰ [[πρόσωπον]], Πλούτ. Μαρκ. 23· ‒ πρὸς ὃν δύσκολον [[εἶναι]] νἀ διαγωνισθῇ τις ἢ συγκριθῇ, Φιλόστρ. 861.
}}
{{grml
|mltxt=[[δυσαντίβλεπτος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να κοιτάξει [[κατάματα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσαντίβλεπτος:''' -ον ([[ἀντιβλέπω]]), αυτός που είναι δύσκολο να τον κοιτάξει, να τον αντικρύσει [[κάποιος]] κατά [[πρόσωπο]], [[φρικιαστικός]], [[αποτρόπαιος]], σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]αντίβλεπτος, ον <i>adj</i> [[ἀντιβλέπω]]<br />[[hard]] to [[look]] in the [[face]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσαντίβλεπτος Medium diacritics: δυσαντίβλεπτος Low diacritics: δυσαντίβλεπτος Capitals: ΔΥΣΑΝΤΙΒΛΕΠΤΟΣ
Transliteration A: dysantíbleptos Transliteration B: dysantibleptos Transliteration C: dysantivleptos Beta Code: dusanti/bleptos

English (LSJ)

δυσαντίβλεπτον, hard to look in the face, Plu.Marc.23; -βλεπτον στίλβειν ἀπὸ τῶν ὀμμάτων Corn.ND20; hard to face, ἀπορία χαλεπωτάτη καὶ δ. Syrian. in Metaph.178.30; hard to vie with, Philostr. Jun.Im.Praef.; ὠφέλεια Agathin. ap. Orib.10.7.6.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de mirar cara a cara τὸ ἐν τοῖς ὅπλοις ἀνυπόστατον ἔτι μᾶλλον ἐν τῇ περιπορφύρῳ ... ἡγοῦντο ... δυσαντίβλεπτον Plu.Marc.23
neutr. como adv. δ. στίλβειν ἀπὸ τῶν ὀμμάτων de las fieras, Corn.ND 20
fig. difícil de afrontar ἀπορία Syrian.in Metaph.178.30.
2 con lo que es difícil competir, difícil de igualar τὸ μέγεθος τῆς ... ὠφελείας Agathin. en Orib.10.7.6, cf. Plu.2.530e, τὸ πρεσβύτερον ref. al arte antiguo, Philostr.Iun.Im.proem.1.

German (Pape)

[Seite 676] den man (aus Furcht) nicht ansehen kann; neben φοβερός Plut. Marcell. 23, u. a. Sp.; auch = mit dem man sich schwer vergleichen kann.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on n'ose regarder en face, terrible.
Étymologie: δυσ-, ἀντιβλέπω.

Russian (Dvoretsky)

δυσαντίβλεπτος: страшный на вид (φοβερὸς καὶ δ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσαντίβλεπτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶναι νὰ ἴδῃ τις κατὰ πρόσωπον, Πλούτ. Μαρκ. 23· ‒ πρὸς ὃν δύσκολον εἶναι νἀ διαγωνισθῇ τις ἢ συγκριθῇ, Φιλόστρ. 861.

Greek Monolingual

δυσαντίβλεπτος, -ον (Α)
εκείνος τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να κοιτάξει κατάματα.

Greek Monotonic

δυσαντίβλεπτος: -ον (ἀντιβλέπω), αυτός που είναι δύσκολο να τον κοιτάξει, να τον αντικρύσει κάποιος κατά πρόσωπο, φρικιαστικός, αποτρόπαιος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

δυσ-αντίβλεπτος, ον adj ἀντιβλέπω
hard to look in the face, Plut.