πέπρωται: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
(6_20)
(CSV import)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peprotai
|Transliteration C=peprotai
|Beta Code=pe/prwtai
|Beta Code=pe/prwtai
|Definition=πέπρωτο, πεπρωμένος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[Πόρω]]. πέπτᾰμαι, πεπτᾰμένος, v. [[πετάννυμι]]. πεπτεῶτα, v. [[πίπτω]].</span>
|Definition=[[πέπρωτο]], [[πεπρωμένος]], v. [[πόρω]]. [[πέπταμαι]], [[πεπταμένος]], v. [[πετάννυμι]]. [[πεπτεῶτα]], v. [[πίπτω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ sg. pf.</i><br />il est marqué par le destin;<br /><i>part.</i> [[πεπρωμένος]], η, ον marqué par le destin ; πεπρωμένον [[ἐστί]], c'est l'arrêt du destin.<br />'''Étymologie:''' *πόρω.
}}
{{elru
|elrutext='''πέπρωται:''' эп. 3 л. sing. pf. к [[πορεῖν]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πέπρωται''': πέπρωτο, πεπρωμένος, ἴδε ἐν λ. *[[πόρω]].
|lstext='''πέπρωται''': πέπρωτο, πεπρωμένος, ἴδε ἐν λ. *[[πόρω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br />(ως τριτοπρόσ.) [[είναι]] καθορισμένο από τη [[μοίρα]], [[είναι]] γραφτό και, άρα, αναπόφευκτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[πόρω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πέπρωται:''' [[πέπρωτο]], γʹ ενικ. παρακ. και υπερσ. του *[[πόρω]]· [[πεπρωμένος]], μτχ.
}}
{{etym
|etymtx=Meaning: [[it is destined by fate]]<br />See also: s. [[πορεῖν]].
}}
{{FriskDe
|ftr='''πέπρωται''': {péprōtai}<br />'''Meaning''': [[es ist vom Schicksal bestimmt]]<br />'''See also''': s. [[πορεῖν]].<br />'''Page''' 2,509
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=(see also: [[πόρω]]) [[it is appointed]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=εἶναι γραφτό). Εἶναι γ´ ἑνικό παθ. παρακ. τοῦ ρήμ. [[πόρω]] ἀόρ. β´ [[ἔπορον]] – [[πορεῖν]] (=[[δίνω]]). Ρίζα πορ- τοῦ [[πόρος]]. Θέμα πορ-, μέ ἀναδιπλ. πεπορ → πέπρω → πέπρω + ται → [[πέπρωται]]. Τύποι πού χρησιμοποιοῦνται: πεπρωμένον [[ἐστί]], ἡ πεπρωμένη ([[μοῖρα]]), τό πεπρωμένον (=τό γραφτό).
}}
}}

Latest revision as of 15:30, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέπρωται Medium diacritics: πέπρωται Low diacritics: πέπρωται Capitals: ΠΕΠΡΩΤΑΙ
Transliteration A: péprōtai Transliteration B: peprōtai Transliteration C: peprotai Beta Code: pe/prwtai

English (LSJ)

πέπρωτο, πεπρωμένος, v. πόρω. πέπταμαι, πεπταμένος, v. πετάννυμι. πεπτεῶτα, v. πίπτω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. pf.
il est marqué par le destin;
part. πεπρωμένος, η, ον marqué par le destin ; πεπρωμένον ἐστί, c'est l'arrêt du destin.
Étymologie: *πόρω.

Russian (Dvoretsky)

πέπρωται: эп. 3 л. sing. pf. к πορεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

πέπρωται: πέπρωτο, πεπρωμένος, ἴδε ἐν λ. *πόρω.

Greek Monolingual

ΝΑ
(ως τριτοπρόσ.) είναι καθορισμένο από τη μοίρα, είναι γραφτό και, άρα, αναπόφευκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. πόρω.

Greek Monotonic

πέπρωται: πέπρωτο, γʹ ενικ. παρακ. και υπερσ. του *πόρω· πεπρωμένος, μτχ.

Frisk Etymological English

Meaning: it is destined by fate
See also: s. πορεῖν.

Frisk Etymology German

πέπρωται: {péprōtai}
Meaning: es ist vom Schicksal bestimmt
See also: s. πορεῖν.
Page 2,509

English (Woodhouse)

(see also: πόρω) it is appointed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=εἶναι γραφτό). Εἶναι γ´ ἑνικό παθ. παρακ. τοῦ ρήμ. πόρω ἀόρ. β´ ἔπορονπορεῖν (=δίνω). Ρίζα πορ- τοῦ πόρος. Θέμα πορ-, μέ ἀναδιπλ. πεπορ → πέπρω → πέπρω + ται → πέπρωται. Τύποι πού χρησιμοποιοῦνται: πεπρωμένον ἐστί, ἡ πεπρωμένη (μοῖρα), τό πεπρωμένον (=τό γραφτό).