καινουργής: Difference between revisions
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(6_7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kainourgis | |Transliteration C=kainourgis | ||
|Beta Code=kainourgh/s | |Beta Code=kainourgh/s | ||
|Definition= | |Definition=καινουργές, [[newly made]], [[τρίποδες]] Sch.Il.9.122. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καινουργής''': -ές, [[καινούργιος]], [[ἀμεταχείριστος]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 122. | |lstext='''καινουργής''': -ές, [[καινούργιος]], [[ἀμεταχείριστος]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 122. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[καινουργής]], -ές)<br /><b>1.</b> πρόσφατα κατασκευασμένος, [[αμεταχείριστος]], [[καινούργιος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «από [[καινουργής]]» — εξ αρχής, εκ νέου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καινο</i>-<i>Fεργής</i> με σίγηση του <i>F</i> και [[συναίρεση]] <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -(<i>F</i>)<i>εργής</i> (<span style="color: red;"><</span> (<i>F</i>)[[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[αληθουργής]], [[νεουργής]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:11, 25 August 2023
English (LSJ)
καινουργές, newly made, τρίποδες Sch.Il.9.122.
German (Pape)
[Seite 1295] ές, neu gemacht, Schol. Il. 9, 122, Erkl. von ἄπυροι τρίποδες.
Greek (Liddell-Scott)
καινουργής: -ές, καινούργιος, ἀμεταχείριστος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 122.
Greek Monolingual
-ές (Α καινουργής, -ές)
1. πρόσφατα κατασκευασμένος, αμεταχείριστος, καινούργιος
2. φρ. «από καινουργής» — εξ αρχής, εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινο-Fεργής με σίγηση του F και συναίρεση < καινός + -(F)εργής (< (F)ἔργον), πρβλ. αληθουργής, νεουργής].