μονογνώμων: Difference between revisions
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
(6_16) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monognomon | |Transliteration C=monognomon | ||
|Beta Code=monognw/mwn | |Beta Code=monognw/mwn | ||
|Definition= | |Definition=μονογνώμον, gen. ονος,<br><span class="bld">A</span> [[self-willed]], [[wayward]], Ptol.''Tetr.''158 (Comp., 168), Vett.Val.12.4.<br><span class="bld">II</span> [[invested with supreme authority]], D.H.2.12,5.71. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονογνώμων''': -ον, [[δύστροπος]], [[δύσκολος]], [[ἰδιογνώμων]], Διον. Ἁλ. 2. 12., 5. 71. | |lstext='''μονογνώμων''': -ον, [[δύστροπος]], [[δύσκολος]], [[ἰδιογνώμων]], Διον. Ἁλ. 2. 12., 5. 71. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μονογνώμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μία μόνο [[γνώμη]], [[ισχυρογνώμων]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[δύστροπος]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει απόλυτη [[εξουσία]], [[απολυταρχικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]]), [[πρβλ]]. [[ισχυρογνώμων]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:52, 25 August 2023
English (LSJ)
μονογνώμον, gen. ονος,
A self-willed, wayward, Ptol.Tetr.158 (Comp., 168), Vett.Val.12.4.
II invested with supreme authority, D.H.2.12,5.71.
German (Pape)
[Seite 202] ον, der seinem eigenen Urtheile folgt, selbstständig, eigenmächtig, D. Hal. 5, 71.
Greek (Liddell-Scott)
μονογνώμων: -ον, δύστροπος, δύσκολος, ἰδιογνώμων, Διον. Ἁλ. 2. 12., 5. 71.
Greek Monolingual
μονογνώμων, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μία μόνο γνώμη, ισχυρογνώμων
2. (κατ' επέκτ.) δύστροπος
3. αυτός που έχει απόλυτη εξουσία, απολυταρχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -γνώμων (< γνώμων), πρβλ. ισχυρογνώμων.