ἔριγμα: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(6_21)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">, \(\[\[(.*?)\]\]\)<\/b>" to ", ($1)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=erigma
|Transliteration C=erigma
|Beta Code=e)/rigma
|Beta Code=e)/rigma
|Definition=ατος, τό<b class="b3">, (ἐρείκω)</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bruised beans</b>, φακῶν ἢ ἐρεβίνθων <span class="bibl">Hp. <span class="title">Coac.</span>621</span> (pl.):—also ἐρίγμη, ἡ, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>508</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, ([[ἐρείκω]]) [[bruised beans]], φακῶν ἢ ἐρεβίνθων Hp. ''Coac.''621 (pl.):—also [[ἐρίγμη]], ἡ, Sch.Ar.''Ra.''508.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔριγμα''': τό, ([[ἐρείκω]])· τετριμμένοι, κοπανισμένοι κύαμοι, Ἱππ. 220F· ἴδε [[ἔρεγμα]].
|lstext='''ἔριγμα''': τό, ([[ἐρείκω]])· τετριμμένοι, κοπανισμένοι κύαμοι, Ἱππ. 220F· ἴδε [[ἔρεγμα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἔριγμα]], τὸ (Α)<br />[[τρίμμα]] από κοπανισμένα όσπρια<br /><b>βλ.</b> [[έρεγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερείκω]] «[[σχίζω]], [[συντρίβω]]» — το -<i>ι</i>- του τ. [[είναι]] [[αποτέλεσμα]] συγχύσεως του <i>ει</i> με το <i>ι</i> ([[ιωτακισμός]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:47, 17 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔριγμα Medium diacritics: ἔριγμα Low diacritics: έριγμα Capitals: ΕΡΙΓΜΑ
Transliteration A: érigma Transliteration B: erigma Transliteration C: erigma Beta Code: e)/rigma

English (LSJ)

-ατος, τό, (ἐρείκω) bruised beans, φακῶν ἢ ἐρεβίνθων Hp. Coac.621 (pl.):—also ἐρίγμη, ἡ, Sch.Ar.Ra.508.

German (Pape)

[Seite 1028] τό, = ἔρεγμα, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἔριγμα: τό, (ἐρείκω)· τετριμμένοι, κοπανισμένοι κύαμοι, Ἱππ. 220F· ἴδε ἔρεγμα.

Greek Monolingual

ἔριγμα, τὸ (Α)
τρίμμα από κοπανισμένα όσπρια
βλ. έρεγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκω «σχίζω, συντρίβω» — το -ι- του τ. είναι αποτέλεσμα συγχύσεως του ει με το ι (ιωτακισμός)].