ἄκλειστος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
(6_17)
m (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Tag: Manual revert
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akleistos
|Transliteration C=akleistos
|Beta Code=a)/kleistos
|Beta Code=a)/kleistos
|Definition=ον, Ion. ἀκλήιστος <span class="bibl">Call.<span class="title">Hec.</span>2</span>, Att. contr. ἄκλῃστος <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span>593</span>, <span class="bibl">Th.2.93</span>: (κλείω):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">not closed</b> or <b class="b2">fastened</b>, ll. cc., <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span> 7.5.25</span>, Nic.Dam.<span class="bibl">p.72</span> D., etc.</span>
|Definition=ἄκλειστον, Ion. [[ἀκλήιστος]] Call.''Hec.''2, Att. contr. ἄκλῃστος [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''593, Th.2.93: ([[κλείω]]):—[[not closed]] or [[fastened]], ll. cc., [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]'' 7.5.25, Nic.Dam.p.72 D., etc.
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἄκλῃστος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0073.png Seite 73]] nicht verschlossen, s. att. [[ἄκλῃστος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0073.png Seite 73]] nicht verschlossen, s. att. [[ἄκλῃστος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[non fermé]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κλείω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄκλειστος:''' стяж. [[ἄκλῃστος]] 2 незапертый (δώματα Eur. [[λιμήν]] Thuc.; πύλαι Xen.; τὰ τῶν λιμένων στόματα Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄκλειστος''': -ον, Ἰων. [[ἀκλήιστος]], Καλλ. Ἀποσπ. 41. Ἀττ. συνῃρ. ἄκληστος, Εὐρ. Ἀνδρ. 593, Θουκ. 2. 93: ([[κλείω]]), ὁ μὴ κεκλεισμένος, μὴ στερεωμένος, ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. 7. 5, 25.
|lstext='''ἄκλειστος''': -ον, Ἰων. [[ἀκλήιστος]], Καλλ. Ἀποσπ. 41. Ἀττ. συνῃρ. ἄκληστος, Εὐρ. Ἀνδρ. 593, Θουκ. 2. 93: ([[κλείω]]), ὁ μὴ κεκλεισμένος, μὴ στερεωμένος, ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. 7. 5, 25.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκλειστος]], -ον και ἄκληστος)<br />αυτός που δεν [[είναι]] κλεισμένος, δεν [[είναι]] στερεωμένος<br />«άφησε την πόρτα άκλειστη»<br />«ἄκληστ’ ἄδουλα δώμαθ’ ἑστίας λιπὼν» (<b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ασυμπλήρωτος]]<br />«έχει τα [[δέκα]] [[οχτώ]] άκλειστα»<br /><b>2.</b> ([[λογαριασμός]]) για τον οποίο δεν έχει γίνει [[εκκαθάριση]]<br /><b>3.</b> (εμπορική [[πράξη]]) που δεν έχει [[επίσημα]] συμφωνηθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κλειστὸς</i> (ή <i>κλῃστὸς</i>) <span style="color: red;"><</span> [[κλείω]] ([[κλῄω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄκλειστος:''' -ον, Ιων. [[ἀκλήιστος]], Αττ. [[ἄκλῃστος]]· ([[κλείω]]), αυτός που δεν έχει κλειστεί ή δεν έχει στερεωθεί, σε Ευρ., Θουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κλείω]]<br />not closed or fastened, Eur., Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[non clausus]]'', [[not confined]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.93.1/ 2.93.1], (<i>de Piraeo</i> <i>concerning the Piraeus</i>) [<i>vulgo</i> <i>commonly</i> ἄκλειστος].
}}
}}

Latest revision as of 13:55, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκλειστος Medium diacritics: ἄκλειστος Low diacritics: άκλειστος Capitals: ΑΚΛΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: ákleistos Transliteration B: akleistos Transliteration C: akleistos Beta Code: a)/kleistos

English (LSJ)

ἄκλειστον, Ion. ἀκλήιστος Call.Hec.2, Att. contr. ἄκλῃστος E.Andr.593, Th.2.93: (κλείω):—not closed or fastened, ll. cc., X.Cyr. 7.5.25, Nic.Dam.p.72 D., etc.

Spanish (DGE)

v. ἄκλῃστος.

German (Pape)

[Seite 73] nicht verschlossen, s. att. ἄκλῃστος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non fermé.
Étymologie: , κλείω.

Russian (Dvoretsky)

ἄκλειστος: стяж. ἄκλῃστος 2 незапертый (δώματα Eur. λιμήν Thuc.; πύλαι Xen.; τὰ τῶν λιμένων στόματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄκλειστος: -ον, Ἰων. ἀκλήιστος, Καλλ. Ἀποσπ. 41. Ἀττ. συνῃρ. ἄκληστος, Εὐρ. Ἀνδρ. 593, Θουκ. 2. 93: (κλείω), ὁ μὴ κεκλεισμένος, μὴ στερεωμένος, ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. 7. 5, 25.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄκλειστος, -ον και ἄκληστος)
αυτός που δεν είναι κλεισμένος, δεν είναι στερεωμένος
«άφησε την πόρτα άκλειστη»
«ἄκληστ’ ἄδουλα δώμαθ’ ἑστίας λιπὼν» (Ευρ.)
νεοελλ.
1. ο ασυμπλήρωτος
«έχει τα δέκα οχτώ άκλειστα»
2. (λογαριασμός) για τον οποίο δεν έχει γίνει εκκαθάριση
3. (εμπορική πράξη) που δεν έχει επίσημα συμφωνηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κλειστὸςκλῃστὸς) < κλείω (κλῄω)].

Greek Monotonic

ἄκλειστος: -ον, Ιων. ἀκλήιστος, Αττ. ἄκλῃστος· (κλείω), αυτός που δεν έχει κλειστεί ή δεν έχει στερεωθεί, σε Ευρ., Θουκ.

Middle Liddell

κλείω
not closed or fastened, Eur., Thuc.

Lexicon Thucydideum

non clausus, not confined, 2.93.1, (de Piraeo concerning the Piraeus) [vulgo commonly ἄκλειστος].