Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φόλλιξ: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
(6_12)
m (LSJ2 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=φόλλιξ
|Medium diacritics=φόλλιξ
|Low diacritics=φόλλιξ
|Capitals=ΦΟΛΛΙΞ
|Transliteration A=phóllix
|Transliteration B=phollix
|Transliteration C=folliks
|Beta Code=fo/llic
|Definition=-ικος, ἡ, [[scab]], [[leprous sore]], Erot.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1298.png Seite 1298]] ικος, ἡ, das lat. follis, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1298.png Seite 1298]] ικος, ἡ, das lat. follis, Sp.
Line 4: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φόλλιξ''': -ικος, ἡ, [[ψωρώδης]] [[τραχύτης]] τοῦ δέρματος, Ἐρωτιαν. σ. 384.
|lstext='''φόλλιξ''': -ικος, ἡ, [[ψωρώδης]] [[τραχύτης]] τοῦ δέρματος, Ἐρωτιαν. σ. 384.
}}
{{grml
|mltxt=-ικος, ἡ, Α<br />[[τραχύτητα]] του δέρματος που οφείλεται σε [[ψώρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], πρόκειται για παρλλ. τ. της λ. [[φολίς]] «[[λέπι]], [[κηλίδα]], [[στίγμα]]», με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>- και [[επίθημα]] -<i>ιξ</i>, -<i>ικος</i> (για την [[εναλλαγή]] -<i>ικ</i>- / -<i>ιδ</i>- στο [[επίθημα]] <b>πρβλ.</b> [[κλᾴξ]]: [[κληίς]], [<b>βλ. λ.</b> [[κλείδα]]], [[στάλιξ]]: [[σταλίς]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:05, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φόλλιξ Medium diacritics: φόλλιξ Low diacritics: φόλλιξ Capitals: ΦΟΛΛΙΞ
Transliteration A: phóllix Transliteration B: phollix Transliteration C: folliks Beta Code: fo/llic

English (LSJ)

-ικος, ἡ, scab, leprous sore, Erot.

German (Pape)

[Seite 1298] ικος, ἡ, das lat. follis, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φόλλιξ: -ικος, ἡ, ψωρώδης τραχύτης τοῦ δέρματος, Ἐρωτιαν. σ. 384.

Greek Monolingual

-ικος, ἡ, Α
τραχύτητα του δέρματος που οφείλεται σε ψώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για παρλλ. τ. της λ. φολίς «λέπι, κηλίδα, στίγμα», με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ- και επίθημα -ιξ, -ικος (για την εναλλαγή -ικ- / -ιδ- στο επίθημα πρβλ. κλᾴξ: κληίς, [βλ. λ. κλείδα], στάλιξ: σταλίς)].