χαμαίμηλον: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(6_22)
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chamaimilon
|Transliteration C=chamaimilon
|Beta Code=xamai/mhlon
|Beta Code=xamai/mhlon
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">earth-apple, camomile</b>, <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span>921</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> = [[ἀνθεμὶς λευκή]], Dsc.3.137, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>22.53</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> = [[παρθένιον]], Ps.-Dsc.3.138.</span>
|Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[earth-apple]], [[camomile]], [[chamomile]], Orph.A.921.<br><span class="bld">2</span> = [[ἀνθεμὶς λευκή]], Dsc.3.137, Plin.HN22.53.<br><span class="bld">3</span> = [[παρθένιον]], Ps.-Dsc.3.138.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰμαίμηλον''': τό, φυτὸν καὶ [[ἄνθος]], «χαμόμηλον», «χαμομῆλι», Ὀρφ. Ἀργον. 919· ἐκλήθη δὲ [[οὕτως]] ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ ἄνθους, ἴδε Διοσκ. 3. 144, Πλίν, 22. 26.
|lstext='''χᾰμαίμηλον''': τό, φυτὸν καὶ [[ἄνθος]], «χαμόμηλον», «χαμομῆλι», Ὀρφ. Ἀργον. 919· ἐκλήθη δὲ [[οὕτως]] ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ ἄνθους, ἴδε Διοσκ. 3. 144, Πλίν, 22. 26.
}}
{{eles
|esgtx=[[camomila]]
}}
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] chamomilla, παλαιότερα [[ματρικάρια]], που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σύνθετα]] της τάξης [[φαβώδη]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] αφεψήματος που παρασκευάζεται από τις ταξιανθίες του είδους Chamomilla recutita και έχει φαρμακευτικές ιδιότητες<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «άγριο [[χαμομήλι]]» ή, [[απλώς]], «αγριοχαμομήλι»<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] τών ειδών του γένους [[ανθεμίς]] και, [[ιδίως]], του είδους Αnthemis nobilis ή Chamaemelum nobile, τα [[άνθη]] του οποίου χρησιμοποιούνται για την [[παρασκευή]] αφεψήματος με φαρμακευτικές ιδιότητες ανάλογες του χαμομηλιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[χαμαίμηλον]], μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. <i>χαμομήλιον</i>].
}}
{{elmes
|esmgtx=τό bot. [[camomila]] oculta bajo nombre secreto (στῆρ) ἀπὸ κοιλίας· χ. <b class="b3">grasa del vientre es camomila</b> P XII 443
}}
{{pape
|ptext=τό, eigtl. [[Erdapfel]], unsere <i>[[Camille]]</i>, [[wegen]] des apfelähnlichen Geruchs [[ihrer]] [[Blüte]] so [[benannt]], [[sonst]] [[ἀνθεμίς]]; Orph. <i>Arg</i>. 924; Diosc.
}}
{{trml
|trtx=ar: بابونج; azb: بابانئح; cy: camri; el: χαμομήλι; en: chamomile; fa: بابونه; fr: camomille; ga: fíogadán; gv: camomile; inh: моажолг; jv: camomile; ka: გვირილა; ko: 캐모마일; pt: camomila; ro: mușețel; sd: بابونو; simple: chamomile; tr: papatya; zh_yue: 洋甘菊
}}
}}

Latest revision as of 12:59, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαίμηλον Medium diacritics: χαμαίμηλον Low diacritics: χαμαίμηλον Capitals: ΧΑΜΑΙΜΗΛΟΝ
Transliteration A: chamaímēlon Transliteration B: chamaimēlon Transliteration C: chamaimilon Beta Code: xamai/mhlon

English (LSJ)

τό,
A earth-apple, camomile, chamomile, Orph.A.921.
2 = ἀνθεμὶς λευκή, Dsc.3.137, Plin.HN22.53.
3 = παρθένιον, Ps.-Dsc.3.138.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαίμηλον: τό, φυτὸν καὶ ἄνθος, «χαμόμηλον», «χαμομῆλι», Ὀρφ. Ἀργον. 919· ἐκλήθη δὲ οὕτως ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ ἄνθους, ἴδε Διοσκ. 3. 144, Πλίν, 22. 26.

Spanish

camomila

Greek Monolingual

το, Ν
1. βοτ. κοινή ονομασία του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών chamomilla, παλαιότερα ματρικάρια, που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα της τάξης φαβώδη
2. είδος αφεψήματος που παρασκευάζεται από τις ταξιανθίες του είδους Chamomilla recutita και έχει φαρμακευτικές ιδιότητες
3. φρ. «άγριο χαμομήλι» ή, απλώς, «αγριοχαμομήλι»
βοτ. κοινή ονομασία τών ειδών του γένους ανθεμίς και, ιδίως, του είδους Αnthemis nobilis ή Chamaemelum nobile, τα άνθη του οποίου χρησιμοποιούνται για την παρασκευή αφεψήματος με φαρμακευτικές ιδιότητες ανάλογες του χαμομηλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. χαμαίμηλον, μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. χαμομήλιον].

Léxico de magia

τό bot. camomila oculta bajo nombre secreto (στῆρ) ἀπὸ κοιλίας· χ. grasa del vientre es camomila P XII 443

German (Pape)

τό, eigtl. Erdapfel, unsere Camille, wegen des apfelähnlichen Geruchs ihrer Blüte so benannt, sonst ἀνθεμίς; Orph. Arg. 924; Diosc.

Translations

ar: بابونج; azb: بابانئح; cy: camri; el: χαμομήλι; en: chamomile; fa: بابونه; fr: camomille; ga: fíogadán; gv: camomile; inh: моажолг; jv: camomile; ka: გვირილა; ko: 캐모마일; pt: camomila; ro: mușețel; sd: بابونو; simple: chamomile; tr: papatya; zh_yue: 洋甘菊