ἀπάλαλκε: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
(6_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apalalke
|Transliteration C=apalalke
|Beta Code=a)pa/lalke
|Beta Code=a)pa/lalke
|Definition=<b class="b3">[πᾰ</b>], 3sg. aor. 2, opt. <b class="b3">ἀπαλάλκοι</b>: (with no pres., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[ἄλαλκε]] and cf. [[ἀπαλέξω]]):—<b class="b2">ward off, keep off</b> something <b class="b2">from</b> one, τί τινος <span class="bibl">Il.22.348</span>, cf. <span class="bibl">Od.4.766</span>; νόσους <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>8.85</span>: later inf. ἀπαλαλκέμεν <span class="bibl">Theoc.28.20</span>: 2sg. ἀπάλαλκες <span class="bibl">Q.S.5.215</span>.</span>
|Definition=[πᾰ], 3sg. aor. 2, opt. [[ἀπαλάλκοι]]: (with no pres., v. [[ἄλαλκε]] and cf. [[ἀπαλέξω]]):—[[ward off]], [[keep off]] something [[from]] one, τί τινος Il.22.348, cf. Od.4.766; νόσους Pi.''O.''8.85: later inf. ἀπαλαλκέμεν Theoc.28.20: 2sg. ἀπάλαλκες Q.S.5.215.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. rad. sin pres.; inf. ἀπαλάλκεμεν Theoc.28.20]<br />[[apartar]], [[alejar]] c. ac. compl. dir. y gen. separat. σῆς γε κύνας κεφαλῆς <i>Il</i>.22.348, πῦρ νηῶν Q.S.5.215, sólo c. ac. μνηστῆρας <i>Od</i>.4.766, νόσους Pi.<i>O</i>.8.85, cf. Theoc.l.c.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπάλαλκε''': γʹ ἑν. εὐκτ. ἀορ. βʹ ἀπαλάλκοι, ([[ἄνευ]] ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, ἴδε [[ἄλαλκε]] καὶ πρβλ. [[ἀπαλέξω]]): ‒ [[ἀποδιώκω]], ἀπωθῶ τινα ἀπό τινος, ἀπομακρύνω, τί τινος: ‒ ὡς οὐκ ἔσθ᾿ ὅς σῆς γε κύνας κεφαλῆς ἀπαλάλκοι «οὐ γάρ ἐστιν [[ὅστις]] ἀποσοβήσειε καὶ ἀποδιώξειε τῆς σῆς γε κεφαλῆς τοὺς κύνας» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Χ. 348, πρβλ. Ὀδ. Δ. 766· νόσους Πινδ. Ο. 8. 112: Ὁ Θεόκρ. 28. 20 ἔχει ἀπαρέμφ. ἀπαλαλκέμεν.
|lstext='''ἀπάλαλκε''': γʹ ἑν. εὐκτ. ἀορ. βʹ ἀπαλάλκοι, ([[ἄνευ]] ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, ἴδε [[ἄλαλκε]] καὶ πρβλ. [[ἀπαλέξω]]): ‒ [[ἀποδιώκω]], ἀπωθῶ τινα ἀπό τινος, ἀπομακρύνω, τί τινος: ‒ ὡς οὐκ ἔσθ᾿ ὅς σῆς γε κύνας κεφαλῆς ἀπαλάλκοι «οὐ γάρ ἐστιν [[ὅστις]] ἀποσοβήσειε καὶ ἀποδιώξειε τῆς σῆς γε κεφαλῆς τοὺς κύνας» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Χ. 348, πρβλ. Ὀδ. Δ. 766· νόσους Πινδ. Ο. 8. 112: Ὁ Θεόκρ. 28. 20 ἔχει ἀπαρέμφ. ἀπαλαλκέμεν.
}}
{{Autenrieth
|auten=see [[ἀπαλέξω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπάλαλκε:''' [πᾰ], γʹ ενικ. ευκτ. αορ. βʹ <i>ἀπαλάλκοι</i> ([[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], βλ. [[ἄλαλκε]])· [[απωθώ]], [[αποκρούω]], αποδιώχνω, [[απομακρύνω]] [[κάτι]] από κάποιον, <i>τί τινος</i>, σε Όμηρ.· Επικ. απαρ. <i>ἀπαλαλκέμεν</i>, σε Θεόκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[aor2 with no pres. in use, v. [[ἄλαλκε]]<br />to [[ward]] off [[something]] from one, τί τινος Hom.; epic inf. ἀπαλαλκέμεν, Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 10:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπάλαλκε Medium diacritics: ἀπάλαλκε Low diacritics: απάλαλκε Capitals: ΑΠΑΛΑΛΚΕ
Transliteration A: apálalke Transliteration B: apalalke Transliteration C: apalalke Beta Code: a)pa/lalke

English (LSJ)

[πᾰ], 3sg. aor. 2, opt. ἀπαλάλκοι: (with no pres., v. ἄλαλκε and cf. ἀπαλέξω):—ward off, keep off something from one, τί τινος Il.22.348, cf. Od.4.766; νόσους Pi.O.8.85: later inf. ἀπαλαλκέμεν Theoc.28.20: 2sg. ἀπάλαλκες Q.S.5.215.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. rad. sin pres.; inf. ἀπαλάλκεμεν Theoc.28.20]
apartar, alejar c. ac. compl. dir. y gen. separat. σῆς γε κύνας κεφαλῆς Il.22.348, πῦρ νηῶν Q.S.5.215, sólo c. ac. μνηστῆρας Od.4.766, νόσους Pi.O.8.85, cf. Theoc.l.c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπάλαλκε: γʹ ἑν. εὐκτ. ἀορ. βʹ ἀπαλάλκοι, (ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, ἴδε ἄλαλκε καὶ πρβλ. ἀπαλέξω): ‒ ἀποδιώκω, ἀπωθῶ τινα ἀπό τινος, ἀπομακρύνω, τί τινος: ‒ ὡς οὐκ ἔσθ᾿ ὅς σῆς γε κύνας κεφαλῆς ἀπαλάλκοι «οὐ γάρ ἐστιν ὅστις ἀποσοβήσειε καὶ ἀποδιώξειε τῆς σῆς γε κεφαλῆς τοὺς κύνας» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Χ. 348, πρβλ. Ὀδ. Δ. 766· νόσους Πινδ. Ο. 8. 112: Ὁ Θεόκρ. 28. 20 ἔχει ἀπαρέμφ. ἀπαλαλκέμεν.

English (Autenrieth)

see ἀπαλέξω.

Greek Monotonic

ἀπάλαλκε: [πᾰ], γʹ ενικ. ευκτ. αορ. βʹ ἀπαλάλκοι (χωρίς ενεστ. σε χρήση, βλ. ἄλαλκεαπωθώ, αποκρούω, αποδιώχνω, απομακρύνω κάτι από κάποιον, τί τινος, σε Όμηρ.· Επικ. απαρ. ἀπαλαλκέμεν, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

[aor2 with no pres. in use, v. ἄλαλκε
to ward off something from one, τί τινος Hom.; epic inf. ἀπαλαλκέμεν, Theocr.