λαεργής: Difference between revisions

From LSJ

παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam

Source
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=laergis
|Transliteration C=laergis
|Beta Code=laergh/s
|Beta Code=laergh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">made of stone</b>, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>708</span> (v.l. [[εὐεργής]]).</span>
|Definition=λαεργές, [[made of stone]], Nic.''Th.''708 ([[varia lectio|v.l.]] [[εὐεργής]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾱεργής''': -ές, εἰργασμένος ἐκ λίθου, Νικ. Θ. 707 (ἀλλ. [[εὐεργής]]).
|lstext='''λᾱεργής''': -ές, εἰργασμένος ἐκ λίθου, Νικ. Θ. 707 (ἀλλ. [[εὐεργής]]).
}}
{{grml
|mltxt=[[λαεργής]], -ές (Α)<br />κατασκευασμένος από λίθο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λᾶας]] «[[λίθος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>εργής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[λιθοεργής]], [[μυλοεργής]]].
}}
{{pape
|ptext=[ᾱ], ές, <i>aus Steinen [[gemacht]]</i>, Nic. <i>Ther</i>. 708, [[varia lectio|v.l.]] [[εὐεργής]].
}}
}}

Latest revision as of 11:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾱεργής Medium diacritics: λαεργής Low diacritics: λαεργής Capitals: ΛΑΕΡΓΗΣ
Transliteration A: laergḗs Transliteration B: laergēs Transliteration C: laergis Beta Code: laergh/s

English (LSJ)

λαεργές, made of stone, Nic.Th.708 (v.l. εὐεργής).

Greek (Liddell-Scott)

λᾱεργής: -ές, εἰργασμένος ἐκ λίθου, Νικ. Θ. 707 (ἀλλ. εὐεργής).

Greek Monolingual

λαεργής, -ές (Α)
κατασκευασμένος από λίθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος» + -εργής (< ἔργον), πρβλ. λιθοεργής, μυλοεργής].

German (Pape)

[ᾱ], ές, aus Steinen gemacht, Nic. Ther. 708, v.l. εὐεργής.