εὐπεριαίρετος: Difference between revisions
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efperiairetos | |Transliteration C=efperiairetos | ||
|Beta Code=eu)periai/retos | |Beta Code=eu)periai/retos | ||
|Definition=ον, <span | |Definition=εὐπεριαίρετον, [[easily stripped off]], φλοιός [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 5.1.1. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''εὐπεριαίρετος''': -ον, εὐκόλως ἀφαιρούμενος, [[τότε]] γὰρ [[εὐπεριαίρετος]] ὁ φλοιὸς Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 1· πρβλ. δυσπεριαίρετος [[αὐτόθι]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐπεριαίρετος]], -ον (Α)<br />(για φλοιό) αυτός που αφαιρείται [[γύρω]] [[γύρω]] εύκολα, που ξεφλουδίζεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>περι</i>-[[αιρετός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>-[[αιρώ]])]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[leicht]] [[ringsum]] [[wegzunehmen]]</i>, [[φλοιός]], Theophr. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:29, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐπεριαίρετον, easily stripped off, φλοιός Thphr. HP 5.1.1.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπεριαίρετος: -ον, εὐκόλως ἀφαιρούμενος, τότε γὰρ εὐπεριαίρετος ὁ φλοιὸς Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 1· πρβλ. δυσπεριαίρετος αὐτόθι.
Greek Monolingual
εὐπεριαίρετος, -ον (Α)
(για φλοιό) αυτός που αφαιρείται γύρω γύρω εύκολα, που ξεφλουδίζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι-αιρετός (< περι-αιρώ)].
German (Pape)
leicht ringsum wegzunehmen, φλοιός, Theophr.