σκυθρωπάζω: Difference between revisions

(6_8)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skythropazo
|Transliteration C=skythropazo
|Beta Code=skuqrwpa/zw
|Beta Code=skuqrwpa/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">look angry</b> or <b class="b2">sullen, be of a sad countenance</b>, <span class="bibl">Ar. <span class="title">Lys.</span>7</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pl.</span>756</span>; ὡς οὐδὲν ἦσθα πλὴν σκυθρωπάζειν μόνον <span class="bibl">Amphis 13</span>, cf. <span class="bibl">Antiph.218.3</span>, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>481.30</span> (iii B.C.): aor. 1, ἐσκυθρώπασαν ἀκούσαντες <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>6.2.21</span>; σφόδρα πάνυ σκυθρωπάσας <span class="bibl">Aeschin.2.36</span>, cf. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>14.7</span>: pf. ἐσκυθρωπακέναι Pl.<span class="title">Alc.</span>2.138a; ἐσκυθρωπακώς <span class="bibl">D.45.68</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">to be of a sad colour</b>, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>1.28</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[look angry]] or [[sullen]], [[be of a sad countenance]], Ar. ''Lys.''7, ''Pl.''756; ὡς οὐδὲν ἦσθα πλὴν σκυθρωπάζειν μόνον Amphis 13, cf. Antiph.218.3, ''PCair.Zen.''481.30 (iii B.C.): aor. 1, ἐσκυθρώπασαν ἀκούσαντες [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''6.2.21; σφόδρα πάνυ σκυθρωπάσας Aeschin.2.36, cf. [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''14.7: pf. ἐσκυθρωπακέναι Pl.''Alc.''2.138a; ἐσκυθρωπακώς D.45.68.<br><span class="bld">2</span> to [[be of a sad colour]], Philostr.''Im.''1.28.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0906.png Seite 906]] zornig, unwillig, mürrisch, traurig aussehen; Ar. Lys. 7 Plut. 756; ἐσκυθρωπακέναι, Plat. Alc. IL A; Xen. Cyr. 6, 2, 21; σκυθρωπάσας, verwirrt, Aesch. 1, 83; Dem.; Folgde, Alciphr. 1, 34; von der Farbe, dunkel, finster aussehen, Jac. Philostr. imagg. p. 378.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0906.png Seite 906]] zornig, unwillig, mürrisch, traurig aussehen; Ar. Lys. 7 Plut. 756; ἐσκυθρωπακέναι, Plat. Alc. IL A; Xen. Cyr. 6, 2, 21; σκυθρωπάσας, verwirrt, Aesch. 1, 83; Dem.; Folgde, Alciphr. 1, 34; von der Farbe, dunkel, finster aussehen, Jac. Philostr. imagg. p. 378.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐσκυθρώπασα, <i>pf.</i> ἐσκυθρώπακα;<br />[[avoir l'air sombre]], [[triste]], [[chagrin]].<br />'''Étymologie:''' [[σκυθρωπός]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκυθρωπάζω [σκυθρωπός] er somber of nors uitzien,. τινες ἐσκυθρώπασαν ἀκούσαντες τῶν ἀγγελλομένων sommigen keken somber bij het horen van wat er bericht werd Xen. Cyr. 6.2.21.
}}
{{elru
|elrutext='''σκυθρωπάζω:''' [[быть угрюмым]], [[мрачным]] Dem., Xen.: μὴ σκυθρώπαζε Arph. не хмурься; φαίνει γέ τοι ἐσκυθρωπακέναι Plat. ты кажешься что-то угрюмым.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[σκυθρωπός]]<br />[[παίρνω]] σκυθρωπή [[έκφραση]], [[γίνομαι]] [[σκυθρωπός]], [[κατσουφιάζω]], [[σκουντουφλιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />έχω [[χρώμα]] σκούρο, σκοτεινό ή λυπημένο και μελαγχολικό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκυθρωπάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσκυθρώπασα</i>, παρακ. <i>ἐσκυθρώπακα</i>· [[φαίνομαι]] θυμωμένος ή [[δύσθυμος]], [[κατηφής]], έχω λυπημένη όψη, στραβομουτσουνιάζω, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκυθρωπάζω''': ἔχω ὄψιν δυσηρεστημένου ἢ ὠργισμένου, ἔχω ὄψιν κατηφῆ, «κατσουφιάζω», τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἐνεστ., μή σκυθρώπαζε, ὦ [[τέκνον]] Ἀριστοφ. Λυσ. 7, Πλ. 756· ὡς οὐδέν [[ἦσθα]] [[πλήν]] σκυθρωπάζειν μόνον Ἄμφις ἐν «Δεξιδημίδῃ» 1, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 2· ἀόρ. α΄, ἐσκυθρώπασαν ἀκούσαντες Ξεν. Κύρ. 6. 2, 21· [[σφόδρα]] [[πάνυ]] σκυθρωπάσας Αἰσχίν. 33. 5· πρκμ. ἐσκυθρωπακέναι Πλάτ. Ἀλκ. 2 ἐν ἀρχ.· ἐσκυθρωπακώς. Δημ. 1122. 12· πρβλ. [[σκυθρωπός]]. 2) ἔχω [[χρῶμα]] λυπηρόν, μελαγχολικόν, [[κλίνω]] εἰς τὸ [[μέλαν]], Ἰακώψ. Φιλοστρ. Εἰκόν σ. 378.
|lstext='''σκυθρωπάζω''': ἔχω ὄψιν δυσηρεστημένου ἢ ὠργισμένου, ἔχω ὄψιν κατηφῆ, «κατσουφιάζω», τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἐνεστ., μή σκυθρώπαζε, ὦ [[τέκνον]] Ἀριστοφ. Λυσ. 7, Πλ. 756· ὡς οὐδέν [[ἦσθα]] [[πλήν]] σκυθρωπάζειν μόνον Ἄμφις ἐν «Δεξιδημίδῃ» 1, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 2· ἀόρ. α΄, ἐσκυθρώπασαν ἀκούσαντες Ξεν. Κύρ. 6. 2, 21· [[σφόδρα]] [[πάνυ]] σκυθρωπάσας Αἰσχίν. 33. 5· πρκμ. ἐσκυθρωπακέναι Πλάτ. Ἀλκ. 2 ἐν ἀρχ.· ἐσκυθρωπακώς. Δημ. 1122. 12· πρβλ. [[σκυθρωπός]]. 2) ἔχω [[χρῶμα]] λυπηρόν, μελαγχολικόν, [[κλίνω]] εἰς τὸ [[μέλαν]], Ἰακώψ. Φιλοστρ. Εἰκόν σ. 378.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σκυθρωπάζω]],<br />to [[look]] [[angry]] or [[sullen]], be of a sad [[countenance]], Ar., Xen., etc. [from [[σκυθρωπός]]
}}
}}

Latest revision as of 10:26, 25 August 2023

English (LSJ)

A look angry or sullen, be of a sad countenance, Ar. Lys.7, Pl.756; ὡς οὐδὲν ἦσθα πλὴν σκυθρωπάζειν μόνον Amphis 13, cf. Antiph.218.3, PCair.Zen.481.30 (iii B.C.): aor. 1, ἐσκυθρώπασαν ἀκούσαντες X.Cyr.6.2.21; σφόδρα πάνυ σκυθρωπάσας Aeschin.2.36, cf. Thphr. Char.14.7: pf. ἐσκυθρωπακέναι Pl.Alc.2.138a; ἐσκυθρωπακώς D.45.68.
2 to be of a sad colour, Philostr.Im.1.28.

German (Pape)

[Seite 906] zornig, unwillig, mürrisch, traurig aussehen; Ar. Lys. 7 Plut. 756; ἐσκυθρωπακέναι, Plat. Alc. IL A; Xen. Cyr. 6, 2, 21; σκυθρωπάσας, verwirrt, Aesch. 1, 83; Dem.; Folgde, Alciphr. 1, 34; von der Farbe, dunkel, finster aussehen, Jac. Philostr. imagg. p. 378.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐσκυθρώπασα, pf. ἐσκυθρώπακα;
avoir l'air sombre, triste, chagrin.
Étymologie: σκυθρωπός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυθρωπάζω [σκυθρωπός] er somber of nors uitzien,. τινες ἐσκυθρώπασαν ἀκούσαντες τῶν ἀγγελλομένων sommigen keken somber bij het horen van wat er bericht werd Xen. Cyr. 6.2.21.

Russian (Dvoretsky)

σκυθρωπάζω: быть угрюмым, мрачным Dem., Xen.: μὴ σκυθρώπαζε Arph. не хмурься; φαίνει γέ τοι ἐσκυθρωπακέναι Plat. ты кажешься что-то угрюмым.

Greek Monolingual

ΝΑ σκυθρωπός
παίρνω σκυθρωπή έκφραση, γίνομαι σκυθρωπός, κατσουφιάζω, σκουντουφλιάζω
αρχ.
έχω χρώμα σκούρο, σκοτεινό ή λυπημένο και μελαγχολικό.

Greek Monotonic

σκυθρωπάζω: μέλ. -σω, αόρ. αʹ ἐσκυθρώπασα, παρακ. ἐσκυθρώπακα· φαίνομαι θυμωμένος ή δύσθυμος, κατηφής, έχω λυπημένη όψη, στραβομουτσουνιάζω, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

σκυθρωπάζω: ἔχω ὄψιν δυσηρεστημένου ἢ ὠργισμένου, ἔχω ὄψιν κατηφῆ, «κατσουφιάζω», τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἐνεστ., μή σκυθρώπαζε, ὦ τέκνον Ἀριστοφ. Λυσ. 7, Πλ. 756· ὡς οὐδέν ἦσθα πλήν σκυθρωπάζειν μόνον Ἄμφις ἐν «Δεξιδημίδῃ» 1, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 2· ἀόρ. α΄, ἐσκυθρώπασαν ἀκούσαντες Ξεν. Κύρ. 6. 2, 21· σφόδρα πάνυ σκυθρωπάσας Αἰσχίν. 33. 5· πρκμ. ἐσκυθρωπακέναι Πλάτ. Ἀλκ. 2 ἐν ἀρχ.· ἐσκυθρωπακώς. Δημ. 1122. 12· πρβλ. σκυθρωπός. 2) ἔχω χρῶμα λυπηρόν, μελαγχολικόν, κλίνω εἰς τὸ μέλαν, Ἰακώψ. Φιλοστρ. Εἰκόν σ. 378.

Middle Liddell

σκυθρωπάζω,
to look angry or sullen, be of a sad countenance, Ar., Xen., etc. [from σκυθρωπός