οἴκοθι: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθήςχρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug

Source
(6_6)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oikothi
|Transliteration C=oikothi
|Beta Code=oi)/koqi
|Beta Code=oi)/koqi
|Definition=Ep. for <b class="b3">οἴκοι</b>, Adv. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">at home</b>, ὥς τις . . βέλος καὶ οἴ. πέσσῃ <span class="bibl">Il.8.513</span> ; εἰ τάδε ἕστο περὶ χροῒ οἴκοθ' Ὀδυσσεύς <span class="bibl">Od.19.237</span> ; <b class="b3">τοιαῦτα .</b>. οἴ. κεῖται <span class="bibl">21.398</span>.</span>
|Definition=Ep. for [[οἴκοι]], Adv. [[at home]], ὥς τις… βέλος καὶ οἴ. πέσσῃ Il.8.513; εἰ τάδε ἕστο περὶ χροῒ οἴκοθ' Ὀδυσσεύς Od.19.237; <b class="b3">τοιαῦτα.</b>. οἴ. κεῖται 21.398.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[οἴκοι]].<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]], -θι.
}}
{{pape
|ptext=<i>zu Hause, [[daheim]]</i>; ὡς [[βέλος]] καὶ [[οἴκοθι]] πέσσῃ, <i>Il</i>. 8.513, vgl. <i>Od</i>. 19.237, 21.398.
}}
{{elru
|elrutext='''οἴκοθῐ:''' эп. adv. = [[οἴκοι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οἴκοθῐ''': Ἐπικ. ἀντὶ [[οἴκοι]], ὡς ὅθι, [[πόθι]] ἀντὶ οἷ, ποῖ, ἐπίρρ., κατ’ οἶκον, ὥς τις... [[βέλος]] καὶ [[οἴκοθι]] πέσση, θεραπεύῃ ἐν τῷ οἴκῳ τὸ βεβλημένον [[μέρος]], δηλ. τὸ [[τραῦμα]], Ἰλ. Θ. 513· ἢ τάδε [[ἕστο]] περὶ χροῒ οἴκοθ’ Ὀδυσσεὺς Ὀδ. Τ. 237· τοιαῦτα... οἴκ. κεῖται Φ. 398. [ι δυνατὸν νὰ πάθῃ ἔκθλιψιν, ἴδε ἀνωτ.].
|lstext='''οἴκοθῐ''': Ἐπικ. ἀντὶ [[οἴκοι]], ὡς ὅθι, [[πόθι]] ἀντὶ οἷ, ποῖ, ἐπίρρ., κατ’ οἶκον, ὥς τις... [[βέλος]] καὶ [[οἴκοθι]] πέσση, θεραπεύῃ ἐν τῷ οἴκῳ τὸ βεβλημένον [[μέρος]], δηλ. τὸ [[τραῦμα]], Ἰλ. Θ. 513· ἢ τάδε [[ἕστο]] περὶ χροῒ οἴκοθ’ Ὀδυσσεὺς Ὀδ. Τ. 237· τοιαῦτα... οἴκ. κεῖται Φ. 398. [ι δυνατὸν νὰ πάθῃ ἔκθλιψιν, ἴδε ἀνωτ.].
}}
{{Autenrieth
|auten=and [[οἴκοι]]: at [[home]].
}}
{{grml
|mltxt=[[οἴκοθι]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> (<b>επικ. τ.</b>) [[οίκοι]], κατ' οίκον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θι</i> (<b>πρβλ.</b> [[θύρα]]-<i>θι</i>, <i>ουρανό</i>-<i>θι</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἴκοθῐ:''' Επικ. αντί [[οἴκοι]], επίρρ., στο [[σπίτι]], κατ' οίκον, σε Όμηρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[epic for [[οἴκοι]]<br />at [[home]], Hom.
}}
}}

Latest revision as of 11:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴκοθῐ Medium diacritics: οἴκοθι Low diacritics: οίκοθι Capitals: ΟΙΚΟΘΙ
Transliteration A: oíkothi Transliteration B: oikothi Transliteration C: oikothi Beta Code: oi)/koqi

English (LSJ)

Ep. for οἴκοι, Adv. at home, ὥς τις… βέλος καὶ οἴ. πέσσῃ Il.8.513; εἰ τάδε ἕστο περὶ χροῒ οἴκοθ' Ὀδυσσεύς Od.19.237; τοιαῦτα.. οἴ. κεῖται 21.398.

French (Bailly abrégé)

c. οἴκοι.
Étymologie: οἶκος, -θι.

German (Pape)

zu Hause, daheim; ὡς βέλος καὶ οἴκοθι πέσσῃ, Il. 8.513, vgl. Od. 19.237, 21.398.

Russian (Dvoretsky)

οἴκοθῐ: эп. adv. = οἴκοι.

Greek (Liddell-Scott)

οἴκοθῐ: Ἐπικ. ἀντὶ οἴκοι, ὡς ὅθι, πόθι ἀντὶ οἷ, ποῖ, ἐπίρρ., κατ’ οἶκον, ὥς τις... βέλος καὶ οἴκοθι πέσση, θεραπεύῃ ἐν τῷ οἴκῳ τὸ βεβλημένον μέρος, δηλ. τὸ τραῦμα, Ἰλ. Θ. 513· ἢ τάδε ἕστο περὶ χροῒ οἴκοθ’ Ὀδυσσεὺς Ὀδ. Τ. 237· τοιαῦτα... οἴκ. κεῖται Φ. 398. [ι δυνατὸν νὰ πάθῃ ἔκθλιψιν, ἴδε ἀνωτ.].

English (Autenrieth)

and οἴκοι: at home.

Greek Monolingual

οἴκοθι (Α)
επίρρ. (επικ. τ.) οίκοι, κατ' οίκον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. θύρα-θι, ουρανό-θι)].

Greek Monotonic

οἴκοθῐ: Επικ. αντί οἴκοι, επίρρ., στο σπίτι, κατ' οίκον, σε Όμηρ.

Middle Liddell

[epic for οἴκοι
at home, Hom.