εὐχωλιμαῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efcholimaios
|Transliteration C=efcholimaios
|Beta Code=eu)xwlimai=os
|Beta Code=eu)xwlimai=os
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bound by a vow, under a vow</b>, <span class="bibl">Hdt.2.63</span>; used as translation of Celtic <b class="b2">soldurii</b>, Nic.Dam.<span class="title">Fr.</span>80 J. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">εὐ. θέαι</b>, = Lat. <b class="b2">ludi votivi</b>, <span class="bibl">D.C.79.9</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[εὐκταῖος]], <b class="b2">yearned, longed for</b>, <span class="bibl">Poll.5.130</span>.</span>
|Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[bound by a vow]], [[under a vow]], [[Herodotus|Hdt.]]2.63; used as translation of Celtic [[soldurii]], Nic.Dam.Fr.80 J.<br><span class="bld">2</span> [[εὐχωλιμαῖαι θέαι]] = [[votive]] [[spectacle]]s, Lat. [[ludi votivi]], D.C.79.9.<br><span class="bld">II</span> = [[εὐκταῖος]], [[yearned]], [[longed for]], Poll.5.130.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1111.png Seite 1111]] 11 durch ein Gelübde verpflichtet, Her. 2, 63, dem εὐχωλὴν ἐπιτελέοντες entsprechend; vgl. Ath. VI, 249 b; θέαι, ludi votivi, D. Cass. 79, 9. – 2) erwünscht, = [[εὐκταῖος]], Poll. 5, 130.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />[[lié par un vœu]].<br />'''Étymologie:''' [[εὐχωλή]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐχωλῐμαῖος:''' [[связавший себя обетом]] Her.
}}
{{ls
|lstext='''εὐχωλῐμαῖος''': -α, -ον, διατελῶν ὑπὸ εὐχήν, τάξιμον, οἱ εὐχωλιμαῖοι Ἡρόδ. 2. 63, [[ὅστις]] ὀλίγον ἀνωτέρω δίδει καὶ τὴν ἑρμηνείαν, εὐχωλὰς ἐπιτελέοντες: - τὸ εὐχωλιμαῖοι χρησιμεύει πρὸς μετάφρασιν τῆς Γαλατικῆς λέξεως [[σιλόδουροι]], Νικόλ. Δαμασκην. παρ’ Ἀθην. 249Β. 2) εὐχ. θέαι, Λατ. ludi votivi, Δίων Κ. 79. 9. ΙΙ. = [[εὐκταῖος]], [[εὐκτός]], ἐπιθυμητός, Πολυδ. Ε΄, 130.
}}
{{grml
|mltxt=εὐχωλιμαῖος, -ον (Α) [[ευχωλή]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] υποχρεωμένος με [[υπόσχεση]] να κάνει [[θυσία]]<br /><b>2.</b> [[επιθυμητός]], [[ευκταίος]]<br /><b>3.</b> [[ευκτήριος]], αυτός που γίνεται, που τελείται ύστερα από [[ευχή]] («ταῖς εὐχωλιμαίαις θέαις», Δίων Κάσσ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐχωλῐμαῖος:''' -α, -ον, δεσμευμένος από [[τάμα]], σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐχωλῐμαῖος, η, ον [from [[εὐχωλή]]<br />[[bound]] by a vow, Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχωλῐμαῖος Medium diacritics: εὐχωλιμαῖος Low diacritics: ευχωλιμαίος Capitals: ΕΥΧΩΛΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: euchōlimaîos Transliteration B: euchōlimaios Transliteration C: efcholimaios Beta Code: eu)xwlimai=os

English (LSJ)

α, ον,
A bound by a vow, under a vow, Hdt.2.63; used as translation of Celtic soldurii, Nic.Dam.Fr.80 J.
2 εὐχωλιμαῖαι θέαι = votive spectacles, Lat. ludi votivi, D.C.79.9.
II = εὐκταῖος, yearned, longed for, Poll.5.130.

German (Pape)

[Seite 1111] 11 durch ein Gelübde verpflichtet, Her. 2, 63, dem εὐχωλὴν ἐπιτελέοντες entsprechend; vgl. Ath. VI, 249 b; θέαι, ludi votivi, D. Cass. 79, 9. – 2) erwünscht, = εὐκταῖος, Poll. 5, 130.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
lié par un vœu.
Étymologie: εὐχωλή.

Russian (Dvoretsky)

εὐχωλῐμαῖος: связавший себя обетом Her.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχωλῐμαῖος: -α, -ον, διατελῶν ὑπὸ εὐχήν, τάξιμον, οἱ εὐχωλιμαῖοι Ἡρόδ. 2. 63, ὅστις ὀλίγον ἀνωτέρω δίδει καὶ τὴν ἑρμηνείαν, εὐχωλὰς ἐπιτελέοντες: - τὸ εὐχωλιμαῖοι χρησιμεύει πρὸς μετάφρασιν τῆς Γαλατικῆς λέξεως σιλόδουροι, Νικόλ. Δαμασκην. παρ’ Ἀθην. 249Β. 2) εὐχ. θέαι, Λατ. ludi votivi, Δίων Κ. 79. 9. ΙΙ. = εὐκταῖος, εὐκτός, ἐπιθυμητός, Πολυδ. Ε΄, 130.

Greek Monolingual

εὐχωλιμαῖος, -ον (Α) ευχωλή
1. αυτός που είναι υποχρεωμένος με υπόσχεση να κάνει θυσία
2. επιθυμητός, ευκταίος
3. ευκτήριος, αυτός που γίνεται, που τελείται ύστερα από ευχή («ταῖς εὐχωλιμαίαις θέαις», Δίων Κάσσ).

Greek Monotonic

εὐχωλῐμαῖος: -α, -ον, δεσμευμένος από τάμα, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

εὐχωλῐμαῖος, η, ον [from εὐχωλή
bound by a vow, Hdt.