κοιλόσταθμος: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koilostathmos
|Transliteration C=koilostathmos
|Beta Code=koilo/staqmos
|Beta Code=koilo/staqmos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with coffered ceilings, panelled</b>, <b class="b3">οἶκοι</b> ib.<span class="bibl"><span class="title">Hg.</span>1.4</span>; θυρίδας κοιλοστάθμους <span class="bibl"><span class="title">PPetr.</span>3p.143</span> (iii B.C.):—Subst. κοιλό-σταθμος, ὁ, <b class="b2">coffered ceiling</b>, τὸν κ. τοῦ ναοῦ . . ποιῆσαι <span class="title">IG</span>11(2).287<span class="title">A</span>96 (Delos, iii B.C.):—also κοιλό-σταθμον, τό, ib.<span class="title">B</span> 146.</span>
|Definition=κοιλόσταθμον, [[with coffered ceilings]], [[panelled]], [[οἶκοι]] ib.''Hg.''1.4; θυρίδας κοιλοστάθμους ''PPetr.''3p.143 (iii B.C.):—Subst. [[κοιλόσταθμος]], ὁ, [[coffered ceiling]], τὸν κ. τοῦ ναοῦ… ποιῆσαι ''IG''11(2).287''A''96 (Delos, iii B.C.):—also [[κοιλόσταθμον]], τό, ib.''B'' 146.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1467.png Seite 1467]] mit gewölbter Decke, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1467.png Seite 1467]] mit gewölbter Decke, Sp.
}}
{{bailly
|btext=ον,<br />plafonné de planches recourbées, lambrissé, [[LXX]] Agg. 1.4.<br />'''Étymologie:''' [[κοῖλος]], [[σταθμός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κοιλόσταθμος''': -ον, ἔχων θολωτὴν στέγην, [[θολωτός]], Ἑβδ. (Ἀγγαῖος Α΄, 4).
|lstext='''κοιλόσταθμος''': -ον, ἔχων θολωτὴν στέγην, [[θολωτός]], Ἑβδ. (Ἀγγαῖος Α΄, 4).
}}
{{grml
|mltxt=[[κοιλόσταθμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει φατνωτή, θολωτή [[στέγη]], ο [[θολωτός]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ [[κοιλόσταθμος]] και <i>τὸ κοιλόσταθμον</i><br />θολωτή [[στέγη]], φατνωτή [[οροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> [[στάθμη]] «[[κανόνας]] του ξυλουργού»].
}}
}}

Latest revision as of 10:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλόσταθμος Medium diacritics: κοιλόσταθμος Low diacritics: κοιλόσταθμος Capitals: ΚΟΙΛΟΣΤΑΘΜΟΣ
Transliteration A: koilóstathmos Transliteration B: koilostathmos Transliteration C: koilostathmos Beta Code: koilo/staqmos

English (LSJ)

κοιλόσταθμον, with coffered ceilings, panelled, οἶκοι ib.Hg.1.4; θυρίδας κοιλοστάθμους PPetr.3p.143 (iii B.C.):—Subst. κοιλόσταθμος, ὁ, coffered ceiling, τὸν κ. τοῦ ναοῦ… ποιῆσαι IG11(2).287A96 (Delos, iii B.C.):—also κοιλόσταθμον, τό, ib.B 146.

German (Pape)

[Seite 1467] mit gewölbter Decke, Sp.

French (Bailly abrégé)

ον,
plafonné de planches recourbées, lambrissé, LXX Agg. 1.4.
Étymologie: κοῖλος, σταθμός.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλόσταθμος: -ον, ἔχων θολωτὴν στέγην, θολωτός, Ἑβδ. (Ἀγγαῖος Α΄, 4).

Greek Monolingual

κοιλόσταθμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει φατνωτή, θολωτή στέγη, ο θολωτός
2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ κοιλόσταθμος και τὸ κοιλόσταθμον
θολωτή στέγη, φατνωτή οροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + στάθμη «κανόνας του ξυλουργού»].