ὀξύκομος: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(6_18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oksykomos | |Transliteration C=oksykomos | ||
|Beta Code=o)cu/komos | |Beta Code=o)cu/komos | ||
|Definition= | |Definition=ὀξύκομον, [[with pointed hair]], of the porcupine, Opp.''C.''2.599; of a stag, ib.194; of a pine, ''App.Anth.''5.46; [[with pointed spines]], of a fish, Marc.Sid.21. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0353.png Seite 353]] mit spitzem Haare, vom Igel, der Stacheln statt der Haare hat, Opp. Hal. 2, 225; – mit spitzem Laube, vom Nadelholz, [[πεύκη]], Ep. ad. 291 a (App. 129). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0353.png Seite 353]] mit spitzem Haare, vom Igel, der Stacheln statt der Haare hat, Opp. Hal. 2, 225; – mit spitzem Laube, vom Nadelholz, [[πεύκη]], Ep. ad. 291 a (App. 129). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> couvert de piquants (hérisson);<br /><b>2</b> aux feuilles aiguës (pin).<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[κόμη]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀξύκομος:''' с колючими кудрями, т. е. покрытый хвоей ([[πεύκη]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀξύκομος''': -ον, ὁ ἔχων τρίχας ὀξείας, ἐπὶ τοῦ ἀκανθοχοίρου, Ὀππ. Ἁλ. 2. 599· ἐπὶ ἐλάφου, [[αὐτόθι]] 194· ἐπὶ πίτυος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 129. | |lstext='''ὀξύκομος''': -ον, ὁ ἔχων τρίχας ὀξείας, ἐπὶ τοῦ ἀκανθοχοίρου, Ὀππ. Ἁλ. 2. 599· ἐπὶ ἐλάφου, [[αὐτόθι]] 194· ἐπὶ πίτυος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 129. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀξύκομος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (σχετικά με τον αχινό ή τον σκαντζόχοιρο) αυτός που έχει σκληρές και αιχμηρές [[τρίχες]], αγκάθια<br /><b>2.</b> (σχετικά με το [[ελάφι]]) αυτός που έχει αιχμηρά κέρατα<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[ψάρι]]) αυτός που έχει κοφτερά αγκάθια<br /><b>4.</b> (σχετικά με το [[πεύκο]]) αυτός που έχει βελονοειδή φύλλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] «μαλλιά»), [[πρβλ]]. [[χρυσόκομος]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀξύκομος:''' -ον, αυτός που έχει αιχμηρό [[φύλλωμα]], λέγεται για [[πεύκο]], σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὀξύ-κομος, ον,<br />with [[pointed]] leaves, of a [[pine]], Anth. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:03, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀξύκομον, with pointed hair, of the porcupine, Opp.C.2.599; of a stag, ib.194; of a pine, App.Anth.5.46; with pointed spines, of a fish, Marc.Sid.21.
German (Pape)
[Seite 353] mit spitzem Haare, vom Igel, der Stacheln statt der Haare hat, Opp. Hal. 2, 225; – mit spitzem Laube, vom Nadelholz, πεύκη, Ep. ad. 291 a (App. 129).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 couvert de piquants (hérisson);
2 aux feuilles aiguës (pin).
Étymologie: ὀξύς, κόμη.
Russian (Dvoretsky)
ὀξύκομος: с колючими кудрями, т. е. покрытый хвоей (πεύκη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύκομος: -ον, ὁ ἔχων τρίχας ὀξείας, ἐπὶ τοῦ ἀκανθοχοίρου, Ὀππ. Ἁλ. 2. 599· ἐπὶ ἐλάφου, αὐτόθι 194· ἐπὶ πίτυος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 129.
Greek Monolingual
ὀξύκομος, -ον (Α)
1. (σχετικά με τον αχινό ή τον σκαντζόχοιρο) αυτός που έχει σκληρές και αιχμηρές τρίχες, αγκάθια
2. (σχετικά με το ελάφι) αυτός που έχει αιχμηρά κέρατα
3. (σχετικά με ψάρι) αυτός που έχει κοφτερά αγκάθια
4. (σχετικά με το πεύκο) αυτός που έχει βελονοειδή φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. χρυσόκομος].
Greek Monotonic
ὀξύκομος: -ον, αυτός που έχει αιχμηρό φύλλωμα, λέγεται για πεύκο, σε Ανθ.