συζητητής: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431
(6_19)
mNo edit summary
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syzititis
|Transliteration C=syzititis
|Beta Code=suzhthth/s
|Beta Code=suzhthth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">joint inquirer: disputant</b>, <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Cor.</span>1.20</span>.</span>
|Definition=συζητητοῦ, ὁ, [[joint inquirer]], [[disputer]], [[disputant]], [[reasoner]], ''1 Ep.Cor.''1.20.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0972.png Seite 972]] ὁ, der mit sucht, N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0972.png Seite 972]] ὁ, der mit sucht, [[NT|N.T.]]
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui se livre à des recherches <i>ou</i> à des discussions.<br />'''Étymologie:''' [[συζητέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συζητητής -οῦ, ὁ [συζητέω] [[deelnemer aan discussie]], [[debater]], [[redenaar]].
}}
{{elru
|elrutext='''συζητητής:''' οῦ ὁ [[участник изыскания]], т. е. [[исследователь]] NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συζητητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀγαπῶν νὰ συζητῇ, [[φιλόνεικος]], Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. α΄, 20.
|lstext='''συζητητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀγαπῶν νὰ συζητῇ, [[φιλόνεικος]], Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. α΄, 20.
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[συζητέω]]; a [[disputant]], i.e. [[sophist]]: disputer.
}}
{{Thayer
|txtha=(L T Tr WH συνζητητης (cf. [[σύν]], II. at the [[end]])), συζητητου, ὁ ([[συζητέω]]), a disputer, i. e. a [[learned]] [[disputant]], [[sophist]]: Ignatius ad Ephesians 18 [ET] ([[quotation]]).)
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. συζητήτρια Ν [[συζητῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που συζητεί, που συμμετέχει ή διεξάγει μία [[συζήτηση]], [[συνομιλητής]] («[[είναι]] [[καλός]] [[συζητητής]]»)<br /><b>2.</b> ο [[επιδέξιος]] στη [[διεξαγωγή]] συζητήσεων ή αυτός που του αρέσει να συζητεί.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συζητητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που ερευνά από κοινού· [[συνομιλητής]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συζητητής]], οῦ, ὁ, [from [[συζητέω]]<br />a [[joint]] [[inquirer]]: a disputer, NTest.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':suzhtht»j 需-色帖帖士<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':共同-尋求(者)<br />'''字義溯源''':爭論者,辯論者,辯士;源自([[συζητέω]])=共同的調查),由 (482*=同)與([[ζητέω]])*=尋求)組成<br />'''出現次數''':總共(1);林前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 辯士(1) 林前1:20
}}
}}

Latest revision as of 13:58, 23 December 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συζητητής Medium diacritics: συζητητής Low diacritics: συζητητής Capitals: ΣΥΖΗΤΗΤΗΣ
Transliteration A: syzētētḗs Transliteration B: syzētētēs Transliteration C: syzititis Beta Code: suzhthth/s

English (LSJ)

συζητητοῦ, ὁ, joint inquirer, disputer, disputant, reasoner, 1 Ep.Cor.1.20.

German (Pape)

[Seite 972] ὁ, der mit sucht, N.T.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui se livre à des recherches ou à des discussions.
Étymologie: συζητέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συζητητής -οῦ, ὁ [συζητέω] deelnemer aan discussie, debater, redenaar.

Russian (Dvoretsky)

συζητητής: οῦ ὁ участник изыскания, т. е. исследователь NT.

Greek (Liddell-Scott)

συζητητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀγαπῶν νὰ συζητῇ, φιλόνεικος, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. α΄, 20.

English (Strong)

from συζητέω; a disputant, i.e. sophist: disputer.

English (Thayer)

(L T Tr WH συνζητητης (cf. σύν, II. at the end)), συζητητου, ὁ (συζητέω), a disputer, i. e. a learned disputant, sophist: Ignatius ad Ephesians 18 [ET] (quotation).)

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. συζητήτρια Ν συζητῶ
1. αυτός που συζητεί, που συμμετέχει ή διεξάγει μία συζήτηση, συνομιλητήςείναι καλός συζητητής»)
2. ο επιδέξιος στη διεξαγωγή συζητήσεων ή αυτός που του αρέσει να συζητεί.

Greek Monotonic

συζητητής: -οῦ, ὁ, αυτός που ερευνά από κοινού· συνομιλητής, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

συζητητής, οῦ, ὁ, [from συζητέω
a joint inquirer: a disputer, NTest.

Chinese

原文音譯:suzhtht»j 需-色帖帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:共同-尋求(者)
字義溯源:爭論者,辯論者,辯士;源自(συζητέω)=共同的調查),由 (482*=同)與(ζητέω)*=尋求)組成
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編
1) 辯士(1) 林前1:20